Labels

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡIΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40 ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟΝΤΟΥΛΑΠΟ ΜΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ 1821-1832 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΛΛΑΔΑ 1967-1974 ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΞΕΝΩΝ ΜΗ ΣΥΜΒΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΘΡΥΛΟΙ / ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ 1453 - 1821 ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΘΕΟΙ / ΗΜΙΘΕΟΙ / ΗΡΩΕΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΑΤΤΙΛΑΣ ΡΗΤΑ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3 Δεκεμβρίου 2013

Η Ναυμαχία της Έλλης [3 Δεκεμβρίου 1912]

Η Ναυμαχία της Έλλης ήταν η πρώτη από την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας αναμέτρηση του ελληνικού και του τουρκικού στόλου, κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.

5 Νοεμβρίου 2013

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΚΡΥΒΟΥΝ... ΕΤΣΙ ΜΠΗΚΕ Ο ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ ΚΙ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕ ΤΗΝ ΧΕΙΜΑΡΑ... ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΑ 1912...!

του Θοδωρή Ασβεστόπουλου

Στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα συμμαχώντας με τα χριστιανικά κράτη της βαλκανικής χερσονήσου (Βουλγαρία, Μαυροβούνιο, Σερβία) κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως «Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος» (1912-΄13).

2 Νοεμβρίου 2013

12 Ιουνίου 1917(*): Η "μάχη της σημαίας" και η βίαιη κατάληψη της Θεσσαλίας από τον Γαλλικό στρατό

Στις 27 Μαΐου 1917 συναντήθηκαν στο Λονδίνο ο Γάλλος πρωθυπουργός Ριμπώ, ο υπουργός στρατιωτικών Παινλεβέ, ο Γάλλος στρατάρχης Foch και ο Γάλλος ναύαρχος Λεμπόν με τους Άγγλους ομολόγους τους. Η συνάντηση των κορυφαίων ηγετών της Αντάντ είχε ως μοναδικό θέμα την επίλυση του "Ελληνικού ζητήματος". Η Γαλλική αποστολή είχε ως σκοπό να εξασφαλίσει την Αγγλική συγκατάθεση για ελευθερία κινήσεων στην Ελλάδα.

28 Οκτωβρίου 2013

"¨Ένας Αμερικανός στρατιώτης υπό την Ελληνική σημαία 1912-1913" του Thomas Hutchinson

γράφει ο Νίκος Νικολούδης, Διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

Εκατό χρόνια μετά τους αναπάντεχα σύντομους αλλά και δραματικά σκληρούς Βαλκανικούς Πολέμους (Οκτώβριος 1912-Ιούλιος 1913), η Ιστορία έχει πλέον αξιολογήσει το ειδικό βάρος κάθε μάχης που πραγματοποιήθηκε στη διάρκειά τους και τη συμβολή καθεμιάς στην τελική νίκη των ελληνικών όπλων. Υπ’ αυτή την έννοια, η πολύμηνη πολιορκία του Μπιζανίου υπήρξε αναμφίβολα η σκληρότερη δοκιμασία του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

22 Ιουνίου 2013

Το μεγαλείο της ιστορικής παραχάραξης.

Το άρθρο αυτό θεμελιώνει την αλήθεια, αλλά δείχνει και κάτι άλλο . Κατά καιρούς γράφονται διάφορα για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες.



Η ιστορία της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης έχει τόσο παραχαραχτεί που σήμερα, παρ όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, η ιστορική αλήθεια δεν έχει αποκατασταθεί. 

20 Ιουνίου 2013

Επέτειος της νικηφόρου μάχης του Ελληνικού στρατού του Κιλκίς Λαχανα που απελεύθερωσε την Ανατολική μας Μακεδσονία. Η μάχη του Οστρόβου και η απελευθέρωση της Δυτικής μας Μακεδονίας

Κύριοι Βουλευτές, Έχετε χρέος να τιμήσετε τα 100 χρόνια από τη μάχη Κιλκίς Λαχανά όπου έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της Ανατολικής μας Μακεδονίας μας, 8.700 Έλληνες της Ελλάδας και του απανταχού Ελληνισμού που πολέμησαν ως εθελοντές,. Αν σας το επιτρέψει ο θεωρητικός της καταστροφής του έθνους Μηλιός.

3 Δεκεμβρίου 2012

23 Νοεμβρίου 2012

17 Φεβρουαρίου 1913.Η ιστορική μάχη στην Τερπνή Σερρών


Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΠΛΑΤΑΝΟΥΔΙΑ

Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1913 , βουλγαρικός στρατός , ένα τάγμα πεζικού , μια ίλη ιππικού και πυροβολικό , ξεκινώντας από τις Σέρρες , πέρασε τη γέφυρα του Όρλιακου (σήμερα

5 Νοεμβρίου 2012

Η επική εξόρμηση του Ελληνικού στρατού στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και οι αιματηρές μάχες του Κιλκίς - Λαχανά (19 - 21 Ιουνίου 1913)


Μετά την απροειδοποίητη επίθεση του Βουλγαρικού Στρατού την νύχτα της 16-17ης Ιουνίου 1913 χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου , κατελήφθει η Γευγελή ,αποκόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ Ελληνικού και Σερβικού Στρατού.
Οι Βούλγαροι στρατηγοί φαίνονταν σίγουροι για τη νίκη γεγονός που έκανε τον Βούλγαρο Στρατηγό Σαρόφ να κομπάζει :

31 Οκτωβρίου 2012

Η μάχη του Σαρανταπόρου (6-10 Οκτωβρίου 1912)


γράφει ο Τχης (ΠΒ) Γεώργιος Β. Σκαλτσογιάννης

Η περίοδος που αρχίζει με την ήττα στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και φτάνει μέχρι τα χρόνια της έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων χαρα­κτηρίζεται από ένα καθολικό αίτημα για ανανέωση της εθνικής ζωής σε όλους τους τομείς και ειδικά για αναδιάρθρωση της κρατικής λειτουργίας. Στην Ελλάδα η συνολική κατάσταση το 1909 προκαλούσε δυσαρέσκεια στην πλειοψηφία των Ελλήνων. Μέσα σε αυτή τη μάλλον αδιέξοδη κατάσταση σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ανασυγκρότησης και μεταρρύθμισης για τη χώρα. Την εποχή ακριβώς αυτή, που η Ελλάδα ανασυντάσσεται και αναδιοργανώνεται, ανα­ταραχές σημειώνονται σε διάφορα σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.



29 Οκτωβρίου 2012

Οι Ελληνικές προετοιμασίες για την εκστρατεία στην Ουκρανία (απόσπασμα απομνημονευμάτων Ν. Πλαστήρα)(Φεβρουάριος 1919)

(το απόσπασμα αναδημοσιεύεται με την ευγενική άδεια που μας παρείχε ο εκδοτικός οίκος "Ερμής Εκδοτική" τον οποίο και ευχαριστούμε) Τoν Σεπτέμβριον του 1918 το Μακεδονικόν Μέτωπον έπεσεν ' ο συμμαχικός στρατός κατεδίωκε τον αποσυντεθειμένον βουλγαρικόν στρατόν. Όλοι όσοι επεράσαμε αρκετά εξάμηνα την εκνευριστική ζωή των χαρακωμάτων αναπνεύσαμε, γιατί επί τέλους βλέπαμε ότι εκαρποφόρησαν οι κόποι μας και ότι σε λίγο θα εκπληρωθούν προαιώνια όνειρα και πόθοι πατριωτικοί. Ο ελληνικός στρατός θα μπη νικητής στη Σόφια και στην Πόλη. Σόφια και Πόλη! Σε κάθε στιγμή αι λέξεις αύται ήσαν στα χείλη των στρατιωτών μας. Κάθε λίγο λέγαμε « και στη Σόφια», «και στην Πόλη». Ο καθένας ήτο πεπεισμένος πως εκεί ήτο το τέρμα των αγώ­νων, αγώνων πολυχρονίων, αιματηρών, σκληρών, εκνευριστικών. Γιαυτό και η καταδίωξις εγένετο με ασυγκράτητη ορμή για να φθάσωμε μια ώρα αρχίτερα στον τελικό σκοπό. Όταν όμως εφθάναμε στα σύνορα της Βουλγαρίας μια ξαφνική δια­ταγή του αρχηγού των συμμαχικών στρατευμάτων [1] σταματά την προέλασί μας! Οι Βούλγαροι εδέχθησαν άνευ όρων ανακωχήν. Τα ελληνικά στρατεύματα διετάχθησαν να επανέλθουν εις τα παλαιά μας σύνορα! Η λύπη ήταν ζωγραφισμένη εις τα πρόσωπα όλων! Η ευχή μας δεν εκπληρούτο! Μεγάλη πίκρα υπήρχε στην ψυχή μας που οι σύμμαχοι μας υστέρησαν της ευτυχίας να μπούμε νικηταί στη Σόφια και στην Πόλη. To θεωρούσαμε αυτό αδικία, ύστερα από τόσους αγώνας να μας βάζουν σε δεύτερη μοίρα καi να προορίζουν για την κατάληψι της Σόφιας και της Πόλης μόνον τους στρατούς των τριών συμμάχων Μεγάλων Δυνά­μεων. Και η πίκρα αύτη ήταν πιο μεγάλη όταν αναλογιζόμεθα ότι η αιτία της τοιαύτης στάσεως των δυνάμεων προς τον ελληνικόν στρατόν, ήταν κυρίως τα στασιαστικά κινήματα της Κοζάνης και των Σερβίων γενόμενα 4 μήνας μόλις προ της ανατροπής του Βαλκανικού Μετώπου και σε μια στιγμή που ο στρατός μας δια της λαμπράς νίκης του Σκρα απέκτα εξαιρετικόν γόητρον και πλήρη εμπιστοσύνην των συμμάχων. Έτσι λοιπόν πικραμένοι περνούσαμε τον καιρό μας στρατοπεδευμέ­νοι έξω από την Γευγελή. Εκεί επεράσαμε ολόκληρους δυο μήνας, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Διοικούσα το 6ο Πεζικό Σύνταγμα της Μεραρ­χίας Αρχιπελάγους της Αμύνης, από Χιώτες κυρίως και πρόσφυγες της Ερυθραίας. Στο τέλος Νοεμβρίου μας ήλθε διαταγή να μετασταθμεύση το σύν­ταγμα στην Ανατολική Μακεδονία της οποίας η ανακατάληψις μόλις είχε συντελεσθή. Έπρεπε να καταλήξωμε στο Σαρί-Σαμπάν και η πο­ρεία διήρκεσε πλέον από 10 ημέρες. Η πορεία αυτή εγένετο υπό τον χειρότερο καιρό που μπορούσε κανείς να φαντασθή. Κρύο, αέρας, ακατά­παυστες βροχές· χωραφόδρομοι με λάσπες έκαμναν την πορεία αυτή αληθινό μαρτύριο και για τους άνδρας και για τα ζώα. Περάσαμε τον Στρυμόνα στας εκβολάς του. Εμπήκαμε πλέον στην Ανατολική Μακεδονία. Ερείπια φρικτά, οι άνθρωποι σκιαί μάλλον, ως επί το πολύ γυναικόπαιδα. Είχαν περάσει οι Βούλγαροι απ' εκεί, τους είχε δεχθή τότε ως φίλους η ελληνική κυβέρνησις! Έμειναν δυο χρόνια. Παρεδώκαμε παράδεισο και παραλαμβάναμε κολασι [2]. Περάσαμε το Παγγαίο, το Πράβι, την Καβάλλα. Το θέαμα της καταστροφής και της ερημώσεως ήταν απερίγραπτο. Όποιος εγνώρισε τα μέρη αυτά προ του 16 και τα έβλεπε τώρα ήτο αδύνατον να συγκρα­τήση την αγανάκτησί του δια το καταστροφικό ένστικτο των Βουλγά­ρων. Εφθάσαμε επί τέλους στο Σαρί-Σαμπάν. Το σύνταγμα επεστάθμευσε οπωσδήποτε ανθρωπινά σε τζαμιά και μερικά κτίρια χωρίς παράθυρα. Από τις κακουχίες όμως αυτής της πορείας ο οργανισμός των ανδρών ευρέθη αιφνιδίως εξησθενημένος υπό την προσβολήν της ισπανικής γρίππης. Και εντός 10 ημερών, 110 οπλίται και 2 αξιωματικοί απέθνησκον, εις τα νοσοκομεία Καβάλλας όπου απεστέλλοντο προς νοσηλείαν. Τα νοσοκομεία δεν είχον τα απαιτούμενα μέσα προς πλήρη περίθαλψιν. Δεν είχαν ούτε τζάμια, ούτε κρεβάτια, ούτε αρκετά σκεπάσματα και όσοι μετεφέροντο εκεί σχεδόν απέθνησκον. Όταν επληροφορήθηκα αυτό, έπαυσα να στέλλω τους ασθενείς και τους εκράτουν εις τα αναρρωτήρια του συντάγματος που ελειτούργουν ασυγκρίτως καλλίτερα από τα πρό­χειρα νοσοκομεία της Καβάλλας. Θερμή τροφή και διαρκής θέρμανσις των δωματίων των ασθενών επρόλαβε το κακόν, ώστε κανείς θάνατος να μη σημειωθή στο σύνταγμα. Εις το Σαρί-Σαμπάν αντικατεστήσαμε το 5/42 Ευζωνικό Σύνταγ­μα του οποίου ύστερα από 2 μήνες ανέλαβα την διοίκησι για να το οδηγήσω στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Μου εδόθη η ευκαιρία τες ολίγες αυτές ημέρες που έμεινε εκεί το σύνταγμα αυτό να διαπιστώσω την μεγάλη διαφορά ως προς την πειθαρ­χία και το ηθικό που υπήρχε μεταξύ του στρατού της Εθνικής Αμύνης και του της Παλαιάς Ελλάδος. Οι κάτοικοι της περιφερείας και ιδίως οι Τούρκοι υπέφεραν πολύ από τας αταξίας και κλοπάς των ευζώνων εις τας οποίας ατυχώς ελάμβανον μέρος και τίνες αξιωματικοί.
 Όταν το 5/42 Ευζωνικό ανεχώρησε δια το Πράβι, ολόκληρη η περιφέρεια ησθάνθηκε ανακούφισι, διότι η ασφάλεια της ζωής, η τιμή και η ελευθερία των κινήσεων υπήρξε πλήρης από το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους. Κατά Ιανουάριον ελήφθη η απόφασις παρά της κυβερνήσεως όπως εις την κατά της Ουκρανίας εκστρατείαν λάβει μέρος και ένα σώμα ελληνικού στρατού καί ως τοιούτον ωρίσθη το Α' Σώμα [4] με τας Μεραρχίας I, II, καί ΧΙΙΙ.[5] H πληροφορία αύτη με ηλέκτρισε. Είχε αρχίσει να με στεναχωρή ο μονότονος βίος της απραξίας, Ύστερα από δυόμισυ χρόνια έντονη πο­λεμική προσπάθεια όπου ο οργανισμός είχε συνηθίσει σε μια διαρκή υπερδιέγερσι και των αισθήσεων και του νευρικού συστήματος, ήτο φυσικόν με την μετάπτωσιν αυτήν εις την απόλυτον ησυχίαν και αδράνειαν να κάνη την ζωή του πολεμιστού ανιαρά και αχάριστη, και τόσο περισσότερον, διότι μετά ένα τόσον σκληρόν πόλεμον δεν εβλέπαμε τίποτε το θετικόν μέχρι της στιγμής ως προς τας εθνικάς διεκδικήσεις, αφού εστερή-θημεν και της ικανοποιήσεως να εισέλθωμεν στη Σόφια και στην Πόλη. Ήτο λοιπόν φυσικόν η πληροφορία της νέας εκστρατείας στην Ου­κρανία να εξάψη την φαντασίαν και να μας ελκύση με τον ασυγκράτητο πόθο προς νέας περιπετείας. Θα μου μείνη αξέχαστη η συγκίνησι που αισθάνθηκα από την πλη­ροφορία αυτή, Ήτο αδύνατον να κρύψω την χαρά μου. Έγινα άλλος άνθρωπος, ανέκτησα το ηθικόν μου, το οποίον είχε συντρίψει η απραξία τεσσάρων μηνών. Έσπευσα αμέσως την ιδίαν ημέραν να υποβάλω αναφοράν παρακαλών όπως με δοθή η διοίκησις ενός των συνταγμάτων από εκείνα που θα συμμετείχον εις την εκστρατείαν της Ουκρανίας. Εν τω μεταξύ και μέχρις ότου λάβω απάντησιν εις την αναφοράν μου, την ανυπομονησία μου και την νευρικότητα εξουδετέρωνα με καθη­μερινά πολύωρα κυνήγια εις τα πέριξ του Σαρί-Σαμπάν. Όταν μετ' ολί­γας ημέρας ελάμβανα την απάντησιν ότι ενεκρίθη η αίτησις μου, και ότι μου αναθέτουν την διοίκησιν του 5/43 Συντάγματος Ευζώνων [6] της XIII Μεραρχίας η χαρά μου δεν περιγράφεται. Είχα κάποια αμφιβολία ότι δεν θα υπήρχε σύνταγμα διαθέσιμον για να μου δοθή, με την ιδέαν οτι κανείς δεν θα εδέχετο εκ των ήδη διοικούντων τα συντάγματα να μη συμμετάσχη της εκστρατείας αυτής. Ευτυχώς δι' εμέ ο διοικητής του συντάγματος των ευζώνων εζήτησε νά μη συμμετάσχη [7] . Από της στιγμής αυτής δύο συναισθήματα επίεζον την ψυχήν μου, η πλήρης ικανοποίησις και η άμετρος χαρά αφ' ενός διότι μετ' ολίγον επρόκειτο να συμμετάσχω εις τας περιπετείας μιας υπερποντίου εκστρατείας και η μεγάλη λύπη μου αφ' ετέρου που εδοκίμαζα εγκαταλείπων σύνταγμα [8] και προσφιλείς συμμαχητάς με τους οποίους επί δυόμισυ συνεχή χρονιά συνεμερίσθηκα την χαράν και την λύπην, τας νίκας και τους μόχθους εις ένα αφαντάστως σκληρόν αγώνα χαρακωμάτων. Την λύπην μου ηύξησαν ακόμη περισσότερον τας τελευταίας ημέρας αι ειλικρινείς και συγκινητικαί εκδηλώσεις των συμμαχητών αξιωματικών και οπλιτών δια τον υπό τοιαύτας συνθηκας επερχόμενον αποχωρισμόν. Και όταν την παραμονήν της αναχωρήσεως μου ανεγνώσθη εις τους λόχους μία συγκινητική και εγκάρδιος αποχαιρετιστήριος διαταγή μου ακολουθηθείσα με την προσωπικήν εις τα τάγματα επίσκεψιν μου, ευρέθην προ θεάματος εκτάκτως συγκινητικού. Όλοι έκλαιαν με λυγμούς εγώ δε ήτο αδύνατον να μιλήσω. Μόνον ένα συγκεκομμένον «γεια σας και καλή αντάμωσι» κατώρθωσα ν' αρθρώσω ' ήτο σπαρακτική η στιγμή αυτή του αποχωρισμού από τους ανθρώπους αυτούς που με συνέδεσαν κοινοί αγώνες και σκληραί περιπέτειαι. Και από μέσα από τους λυγμούς των πολεμιστών εκείνων έξήρχοντο μερικές διακεκομμένες λέξεις, «στο καλό»... «καλή επιτυχία»... «πάντα νικητής»... «εμάς πού μας αφήνεις»... «πάρε μας και εμάς»...Εσπηρούνισα το άλογο και τράβηξα δακρυσμένος και συντετριμμένος προς την Καβάλλα ακολουθούμενος από τον ιπποκόμον μου. Δεν εδέχθηκα να πάρω μαζί μου κανένα αξιωματικόν, δια να μη υπάρξουν παράπονα ότι επροτιμήθησαν κάποιοι. 
 Δυό ώρες αφέθηκα επάνω στο άλογο να με σύρη έως την Καβάλλα. Δυό ώρες σκέψεις και συλλογισμοί διάφοροι επέρναγαν από το κεφάλι μου. Πίσω άφηνα ένα σύνταγμα που έβαλα όλη μου την ψυχή για να το συγκροτήσω ' άρχισα από τον Νοέμβριο του 16 στην Χίο· το ωδήγησα τον Απρίλη του 17 στο Μακεδονικό Μέτωπο, λίγους μήνες στα Βιτώλια και έπειτα έως τον Οκτώβριο του 18 συνεχώς εις τον τομέα της Μποέμιτσας (Σκρά-Λούμνιτσα). Τρία εξάμηνα σκληρή ζωή μέσα σε μισοφτιαγμένα χαρακώματα και αμπρί, με καθημερινούς βομβαρδισμούς και ατελείωτη υπόγεια εργασία. Μιά μεγάλη μάχη αιματηρά, του Σκρά, με 50% απώλειες! Έπειτα σπάσιμο του μετώπου, καταδίωξις των Βουλγάρων, νίκαι, αιχμάλωτοι, λάφυρα άπειρα, δόξαι, ελπίδες, χαρές. Άφηνα φίλους, συμπολεμιστάς, ανθρώπους αφωσιωμένους, με ατσαλένια ψυχή, με ειλικρίνεια, με φρόνημα, και προ παντός πολεμιστάς δοκιμασμένους και με εξαιρετική πείρα. Όλα αυτά επέρναγαν κινηματογραφικώς από το νου μου, ήταν ένα παρελθόν περιπετειώδες και ιστορικόν, που το άφηνα τώρα πίσω μου. Και έφθανα εις το παρόν και προχωρούσε η σκέψι μου στο μέλλον, στη νέα περιπέτεια. Εσκεπτόμην πως άφηνα ένα σύνταγμα εμπειροπόλεμο, που ήταν έργον των χειρών μου και επήγαινα να τεθώ επί κεφαλής ενός νέου συντάγματος για το οποίον αι πρώται εντυπώσεις μου εκ της γνωριμίας που έκαμα με αυτό προ δύο μηνών στο Σαρί-Σαμπάν κάθε άλλο παρά ευχάριστες ήσαν. Ήταν σύνταγμα σχεδόν απόλεμο. Ήταν μεν για κάμποσο καιρό στον τομέα του Στρυμόνος, αλλ' ο τομεύς αυτός δεν παρουσίαζε δράσιν τινα, αφού καθ' όλον το διάστημα της υπηρεσίας του μετώπου είχε μόνον ένα τραυματία. Έπειτα ήταν σύνταγμα απ' άκρου εις άκρον φρονημάτων φανατικώς βασιλικών. Είχε ποτισθή με το δηλητήριον του μίσους κατά του καθεστώτος της Θεσσαλονίκης της Εθνικής Αμύνης. Αφού ένα μήνα προ της ανατροπής του Μακεδονικού Μετώπου και κατ' Αύγουστον 1918 είχαν προετοιμασθή όλα, ώστε να αυτομολήση ολόκληρος η μεραρχία (ΧΙΙΙ) προς τους Βουλγάρους και προς τον σκοπόν αυτόν απέστειλαν προς συνεννόησιν ως αυτόμολον τον έφεδρον υπολοχαγόν του συντάγματος Καρύδην [9]. Ένα τυχαίον γεγονός απέτρεψε την αυτομολίαν της XIII Μεραρχίας, πράξιν αποτροπαίαν και συγχρόνως καταστρεπτικήν δια τα εθνικά συμφέροντα, αφού μάλιστα θα εγίνετο εις τας παραμονάς του τέλους του Μεγάλου Πολέμου. Εξ άλλου είχα πλείστα δεδομένα δια την πειθαρχίαν του συντάγματος αυτού η οποία ευρίσκετο εις οικτρόν σημείον. Το εξής γεγονός και μόνον είνε ικανόν να διαπιστώση περί τούτου. Όταν τον Δεκέμβριον [10] έφθασα εις Σαρί-Σαμπάν με το 6ον Αρχιπελάγους διά να αντικαταστήσω το 5/42 Ευζώνων, εκλήθην το βράδυ εις γεύμα παρά του διοικητού του 5/42 εις το κατάλυμα του, οικίαν ευρισκομένην εις το κέντρον της πόλεως. Μετά το γεύμα και περί την 11ην νυκτερινήν ώραν ηκούσθησαν πολλοί πυροβολισμοί και φωνές έξωθεν της οικίας και εις τον κεντρικόν δρόμον της πόλεως. Έτρεξα αμέσως εις τον εξώστην και έρριξα δυνατές και απειλητικές φωνές εναντίον μιας ομάδος συμπλεκομένων ευζώνων και χωροφυλάκων τους οποίους μόλις κατώρθωνα να διακρίνω εις το πυκνόν σκότος της νυκτός. Με τες φωνές μου ετράπησαν εις φυγήν οι εύζωνοι και έμειναν επί τόπου οι χωροφύλακες εκφραζόμενοι δριμύτατα διά την επικρατούσαν απειθαρχίαν εις το σύνταγμα των ευζώνων. Έσπευσα αμέσως και κατέβηκα εις τον δρόμον. Είδα τους χωροφύλακας καταλασπωμένους ύστερα από την πάλην με τους ευζώνους και διασκορπισμένα ευζωνικά φάρια εις τη λάσπη και σφαγμένα αρνιά. Οι χωροφύλακες καταγανακτισμένοι μου διηγήθησαν πως ομάς ευζώνων είχε κόψει από ένα ποίμνιον περί τα 300 πρόβατα τα οποία από της προηγουμένης νυκτός είχαν οδηγήσει εις δασώδες μέρος. Οι ιδιοκτήται του ποιμνίου κατήγγειλαν το πράγμα εις την αστυνομίαν, η οποία έλαβε ανάλογα μέτρα διά την ανακάλυψιν των κλοπιμαίων. Ανεκάλυψεν ότι εύζωνοι είχαν προτείνει εις κάποιον κρεοπώλην τής πόλεως να του πωλήσουν τό βράδυ εκείνο περί τα τριάκοντα πρόβατα. Ο κρεοπώλης υποψιασθείς κλοπήν ανέφερε τό γεγονός εις την αστυνομίαν. Η αστυνομία είπε εις τον κρεοπώλην να δεχθή την πρότασιν των ευζώνων, ο οποίος κατόπιν τούτου συνεφώνησε περί την 11ην ώραν της νυκτός, όπως του τα φέρουν εις το κατάστημα του. Πράγματι η ομάς των ευζώνων μετέφερε επί των ώμων εσφαγμένα μερικά πρόβατα. Και την στιγμήν που έμπαιναν εις τό κατάστημα παρουσιάσθηκαν οι ενεδρεύοντες κάπου εκεί πλησίον χωροφύλακες. Οι εύζωνοι με τους χωροφύλακας ήλθαν στα χέρια και εκυλίοντο στες λάσπες παλαίοντες οι μεν να συλλάβουν τους δε, οι δε να αποδράσουν, εξ ου και ο θόρυβος και οι πυροβολισμοί που ηκούσαμεν από το μόλις 100 μέτρων απέχον κατάλυμα του συνταγματάρχου. Μετά δε την αναχώρησιν του συντάγματος γενομένην ύστερα από 2-3 ημέρας, διέταξα ανακρίσεις αι οποίαι έφεραν εις φως πλήθος κλοπών και εκβιασμών εις βάρος του τουρκικού ιδίως πληθυσμού. Το σύνταγμα λοιπόν αυτό επρόκειτο να παραλάβω και να το οδηγήσω εντός δύο ημερών εις την Ουκρανίαν! Και από τας θλιβεράς αυτάς σκέψεις κατεχόμενος έφθασα εις τήν παραλίαν εις το μέσον του δρόμου μεταξύ Σαρί-Σαμπάν καί Καβάλλας. Εις το αντίκρυσμα της θάλασσας τα μαύρα αυτά σύννεφα εξαφανίσθηκαν από τη σκέψι μου και ο νους μου με τα φτερά της φαντασίας επέταξε πέρα μακριά σε θαλασσινό ταξείδι, στο πέρασμα του Ελλησπόντου, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, στη ξακουσμένη Πόλη, στα περίφημα στενά του Βοσπόρου, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό, στην Ουκρανία, στες απέραντες ρωσσικές στέπες με ένα στρατό ελληνικό και μπροστά να κυματίζη δοξασμένη η γαλανόλευκη σημαία τής πατρίδας. Και ύστερα σαν όνειρο επέρασε μπροστά από τα μάτια μου όλη η ελληνική ιστορία με τες εικόνες των μεγάλων ιστορικών γεγονότων τριάντα αιώνων. Και επερνούσαν στη φαντασία μου, η Αργοναυτική Εκστρατεία, ο πόλεμος της Τροίας, αι μυριάδες των Περσών φεύγουσαι καταισχυμέναι μετά τον Μαραθώνα καί την Σαλαμίνα, η αδάμαστη Μακεδονική Φάλαγξ με τον ημίθεον Αλέξανδρον διαβαίνουσα τα Δαρδανελλια διά να κατακτήση την Ασίαν, ολόκληρη έπειτα η χορεία των μεγάλων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι επιδρομείς ύστερα Άβαροι, Σλάβοι, Σταυροφόροι, Τούρκοι και τέλος η πτώσις της Πόλης με τον ηρωικό θάνατο του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου. Έτσι εβάδιζα καβάλα στο άλογο μου πλέοντας μέσα σε μια φανταστική ευτυχία περασμένων μεγαλείων, τα οποία μου εφαίνοντο τώρα, μετά διακοπήν 5 αιώνων, πως συνεχίζονται και πάλιν. Αλλά από τα ονειροπολήματα αυτά μου απέσπασε ο θόρυβος του πλήθους. Είχα φθάσει πλέον εις την Καβάλλα. 

 Κατευθύνθηκα αμέσως στο Σώμα Στρατού. Παρουσιάσθηκα στον επιτελάρχη - ήταν ο συνταγματάρχης Οθωναίος. Τον ευχαρίστησα διότι συνετέλεσε να εγκριθή από το υπουργείο η αίτησις μου για την τοποθέτησί μου σε μονάδα που θα λάβη μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Συζητήσαμε κατόπιν με εγκαρδιότητα - εγνωριζόμαστε από το 12 και 13 που υπηρετούσαμε μαζί στο ίδιο σύνταγμα, το 5ο Πεζικό Τρικάλων, - για τους δρόμους που ανοίγονται πλέον, για το ευρύ μέλλον της Ελλάδος. Ωραματιζόμεθα και οι δυο μίαν μεγάλην και ευτυχή Πατρίδα, η οποία σύντομα θα αντικαταστήση τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εστηρίζαμεν όλα αυτά αφ' ενός μεν εις την πλήρη αποσύνθεσιν και διάλυσιν του τουρκικού κράτους, αφ' ετέρου δε εις την υποστήριξιν των συμμάχων, προς τους οποίους η συμμετοχή μας εις την εκστρατείαν της Ουκρανίας θα δημιουργήση Αλέξανδρος Οθωναίος υποχρεώσεις δια την Θράκην και την Μικράν Ασίαν. Ήταν η εποχή που επιστεύαμε ότι όσα συνελάμβανε η φαντασία μας ήταν δυνατόν και να πραγματοποιηθούν. Εζούσαμε σε μια ατμόσφαιρα απερίγραπτου αισιοδοξίας και η ψυχή μας ήταν πλημμυρισμένη από άφθαστη ευτυχία δια το μέλλον της πατρίδος. Και συγκεκινημένοι μέχρι δακρύων ειδικεύσαμε τη συζήτησι δια την εκστρατείαν της Ουκρανίας και τα ευτυχή αποτελέσματα που θα έχη δια την Ελλάδα. Του εζήτησα κατόπιν να με συνδράμη εις τον πληρέστερον εφοδιασμόν του συντάγματος, την διοίκησιν του οποίου επρόκειτο να αναλάβω την επομένην. Μου υπεσχέθη απόλυτον την συνδρομήν. Έπιασα το τηλέφωνο και εζήτησα τα γραφεία του συντάγματος στο Πράβι. Παρουσιάσθηκε ο υπασπιστής του συντάγματος υπολοχαγός Παπαθανασόπουλος, άγνωστος εις εμένα. Του εζήτησα να μου πη αμέσως τι ελλείψεις έχει το σύνταγμα και του έδωκα την πληροφορίαν ότι αύριον φθάνω διά να αναλάβω την διοίκησιν και ότι την άλλην ημέραν πρόκειται το σύνταγμα να αναχώρηση διά τας Ελευθεράς όπου θα επιβιβασθή διά την Οδησσόν. Μου απήντησεν ότι είνε αδύνατον να αναχωρήση τόσον σύντομα το σύνταγμα διότι στερείται και ιματισμού και υποδήσεως και κλινοσκεπασμάτων. Ότι ο αξιωματικός του εφοδιασμού ευρίσκεται από ημερών εις Καβάλλαν χωρίς να κατορθώση να εφοδιασθή με τα ζητηθέντα είδη. Εκάλεσα αμέσως τον αξιωματικόν του εφοδιασμού πλησίον μου, ενώ συγχρόνως διετάσσετο παρά του επιτελάρχου ο αρχηγός της επιμελητείας να παραδώση εντός της ημέρας , όλα τα είδη τα ζητηθέντα παρά του ευζωνικού συντάγματος, οπερ και εγένετο. Καί ενώ παρελαμβάνοντο τα είδη, διετάσσετο συγχρόνως και επίταξις των των αναλόγων αραμπάδων διά την εντός της ημέρας μεταφοράν εις Πράβι. Το απόγευμα εξεκίνησα διά το Πράβι αφού εβεβαιώθην ότι και η εφοδιοπομπή εξεκίνησε. Έφθασα ολίγον προ της δύσεως του ηλίου εις τα γραφεία του συντάγματος όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι αξιωματικοί.΄Ολοι πλην 3-4 μου ήσαν άγνωστοι. Ως εκ των φρονημάτων των δέν διέκειντο ευμενώς προς έναν αντισυνταγματάρχην της Αμύνης και διέκρινα εις τας φυσιογνωμίας των την δυσφορίαν των. Ούτε ήσαν καλώς διατεθειμένοι διά την εκστρατείαν της Ουκρανίας την οποίαν εθεώρουν τυχοδιωκτικήν επιχείρησιν. Τους ωμίλησα με λίγα λόγια. Τους είπα πως έρχομαι να συνταυτίσω την τύχη μαζί τους σε μιαν υπερπόντιον εκστρατείαν, ότι θα προσπαθήσω να εκτελέσω το καθήκον μου πληρέστερον, όπως αξιώ και από αυτούς να εκτελέση έκαστος το καθήκον του. Ότι δια την Ελλάδα ανοίγονται δρόμοι ευρείς προς δράσιν και θα εξαρτηθή από την εθελοθυσίαν και την επιμονήν των στελεχών όπως η απόδοσις είνε όσον το δυνατόν μεγαλύτερα. Ότι η τύχη και το μέλλον της φυλής είνε στα χέρια μας. Ότι περιστάσεις ωσάν τας παρούσας σπανίως παρουσιάζονται εις τα έθνη, τας οποίας πρέπει να εκμεταλλευθώμεν κατά τον επωφελέστερον τρόπον. Τους είπα πως εννοώ να διοικήσω το σύνταγμα, ότι δεν λαμβάνω υπ' όψιν τα φρονήματα αλλά την ικανότητα και την αξίαν εκάστου• ότι τίποτε δεν θα μεταβάλω από την σύνθεσιν του συντάγματος και ότι έχω απόλυτον εμπιστοσύνην εις τον πατριωτισμόν των αξιωματικών, από τους οποίους εξαρτάται και η ανύψωσις του φρονήματος των οπλιτών. Τους έδωκα εν τέλει οδηγίας όπως εντός της νυκτός διανείμουν τα καταφθάνοντα την στιγμήν εκείνην είδη εις τους άνδρας και να είνε έτοιμοι δια την αύριον προς μεταστάθμευσιν εις τας Ελευθεράς. Δεν ξέρω ποία υπήρξεν η εντύπωσις των αξιωματικών εκ της πρώτης μου αυτής εμφανίσεως. Καθ' όσον δε ηδυνάμην να μαντεύσω από τας φυσιογνωμίας των μάλλον έδειξαν αδιαφορίαν και εδέχθησαν ψυχρώς τα λεχθέντα [11]. Όταν μετ' ολίγον ανήλθον εις το γραφείον ο υπολοχαγός υπασπι­στής του συντάγματος Χαρ. Παπαθανασόπουλος εζήτησε να του απαλ­λάξω των καθηκόντων του και να του αναθέσω διοίκησιν λόχου, νομίζον­τας ότι θα έπαιρνα κάποιον της εμπιστοσύνης μου γνωστόν αξιωματικόν. Του είπα να μείνη εις την θέσιν του και ότι δεν σκοπεύω να μεταβάλω τίποτε από την παρούσαν σύνθεσιν. Τους αξιωματικούς δεν θα τους κρίνω από τα φρονήματα των αλλ' από την επαγγελματικήν των αξίαν και από την δράσιν των. Ήμην υποχρεωμένος κατόπιν διαταγής της μεραρ­χίας όπως εντός της ημέρας υποβάλω κατάλογον 17 αξιωματικών εκ των της δυνάμεως του συντάγματος, οι οποίοι δεν θα ελάμβανον μέρος εις την εκστρατείαν και θα ετοποθετούντο εις άλλας μονάδας εκτός του σώματος. Τους αξιωματικούς τούτους κατόπιν πληροφοριών του υπασπιστού εξέλεξα μεταξύ εκείνων οι οποίοι είτε δια λόγους υγείας είτε δι' επαγγελματικάς ελλείψεις εθεωρήθη σκόπιμον να παραμείνουν. Μεταξύ τούτων συμπεριέλαβα και τρεις κατωτέρους αξιωματικούς της Αμύνης τοποθετημένους προ πολλού εις το σύνταγμα και οι οποίοι ως επληροφορήθην δια της αδεξίου και αυθάδους ίσως συμπεριφοράς των προς τους συναδέλφους των, είχον προσελκύσει την δυσφορίαν και το μίσος αυτών. Όλοι οι αξιωματικοί του συντάγματος από του συνταγματάρχου μέχρι του τελευταίου ανθυπασπιστού εθεώρουν τους τρεις αυτούς αξιωματικούς της Εθνικής Αμύνης ως τοποθετημένους εκεί επίτηδες παρά της υπηρε­σίας δια να κατασκοπεύουν τους συναδέλφους των και να παρακολουθούν τας κινήσεις των. Αυτό ίσως να ήτο αληθές μέχρι τινός, δηλαδή μέχρι του Οκτωβρίου που ετελείωσεν ο πόλεμος, αφού είνε εξηκριβωμένον απολύτως ότι το κέντρον της συνεννοήσεως προς ομαδικήν αυτομολίαν προς τον εχθρόν υπήρξε το 5/42 Ευζώνων με επί κεφαλής αυτόν τούτον τον συνταγματάρχην. Αλλά από της στιγμής εκείνης εξέλιπον οι λόγοι της παρακολουθήσεως, διότι φαντάζομαι ότι μετά την νίκην των συμμά­χων θα ησθάνοντο και τύψεις συνειδήσεως όσοι είχον παρασυρθή εις την τρομεράν αυτήν σκέψιν να διαπράξουν ένα τόσον αποτρόπαιον κατά της πατρίδος έγκλημα, έστω και από πεπλανημένην αντίληψιν, ότι δεν προέβαινον εις την πράξιν αυτήν εκ κακής προθέσεως δια να βλάψουν την πατρίδα των. Εν τούτοις έκρινα σκόπιμον ν' απομακρύνω τους τρεις αυτούς αξιω­ματικούς της Αμύνης δια να αποκατασταθή η ηρεμία εις τας ψυχάς των στελεχών του συντάγματος. Ήταν η πρώτη πράξις μου η οποία ευχαρί­στησε τους αξιωματικούς. Από της στιγμής αυτής ήρχισαν να ανακτούν το ηθικόν των και το κύρος των, προς δε και την πίστιν προς τον νέον διοικητήν των, ο οποίος επιστοποίησε και δια πράξεως τους λόγους του. Καθ' όλην την νύκτα οι λόχοι ετοιμάζοντο δια την αυριανήν εκκίνησιν, διαμοιράζοντες τον καινουργή ιματισμόν και παραδίδοντες τον άχρηστον εις την αποθήκην. Ήταν εργασία δύσκολη και επίπονη για μια νύκτα. Όλοι έδειξαν ζήλον και δραστηριότητα αξιέπαινον, ώστε να κατορθώσουν την άλλην ημέραν κατά τας πρωϊνάς ώρας να είνε έτοιμοι προς αναχώρησιν. Και έτσι το σύνταγμα εξεκίνησε δια τον λιμένα των Ελευθερών, πλησίον του οποίου συνεκεντρώθη και κατηυλίσθη κατά τας απογευματινάς ώρας. Ήταν η πρώτη ημέρα που θα παρουσιαζόμην εις ολόκληρον το σύν­ταγμα. Και ήταν μοναδική ευκαιρία που ήταν συγκεντρωμένοι και θα μπορούσα να μιλήσω και προς τους άνδρας αφού από της επομένης που θα επεβιβάζοντο εις το ατμόπλοιον δια τριήμερον ταξείδι δέν θα ήτο εύκολον να επιτύχω συγκέντρωσιν ολοκλήρου του συντάγματος. Διέταξα το απόγευμα της ημέρας αυτής την συγκέντρωσιν του συν­τάγματος εις τετράγωνον, μετά προηγηθείσαν σύντομον επιθεώρησιν και προβάς έφιππος εις το μέσον του τετραγώνου ωμίλησα προς τους άνδρας. Τους είπα περίπου τα εξής: «Ένας μεγάλος πόλεμος που ξέρετε πως ετελείωσε προ δύο μόλις μηνών, εις τον οποίον παρεσύρθησαν όχι μόνον όλα τά κράτη τής Ευρώ­πης άλλα και άλλα μεμακρυσμένα όπως η Αμερική, δεν ήτο δυνατόν να αφήση την Ελλάδα να μένη εις την ουδετερότητα, θά ήταν πράγμα αφύσικο. Εμπήκαμε όμως κάπως αργά και ύστερα μάλιστα από μια φοβερή εσωτερική διαίρεσι για την οποία θα ξέρετε όλοι πλέον ότι αφορ­μή ήτο ένας βασιληάς που δεν ηθέλησε ν' ακολουθήση, ως είχε καθήκον, την πολιτικήν εκείνου που εξέλεξεν ο λαός να τον κυβερνήση. Αν δεν έκανε αυτό το λάθος ο βασιληάς και μπαίναμε όλοι ενωμέ­νοι από την αρχή στον πόλεμο όπως είχε υποδείξει ο Βενιζέλος, σήμερα δεν θα είμεθα εδώ, θα είμαστε στην Πόλη, θα είμαστε στη Σμύρνη. Σήμερα δέν θα αντικρύζαμε αυτό το μελαγχολικό θέαμα που μας παρου­σιάζει η φρικτή καταστροφή του τόπου αυτού, της άλλοτε πανευτυχούς Ανατολικής Μακεδονίας. Σήμερα δεν θα μας εσπάρασσε την καρδιά που βλέπουμε σ' όλη την χώρα αυτή σαν σκιές πεινασμένα γυναικόπαιδα, ξεκληρισμένα από τους προστάτες των τους οποίους άτιμα εξωλόθρευσε ένας εχθρός άγριος που ατυχώς κάποιοι Έλληνες και ένας βασιληάς τους δέχθηκαν για φίλους σ' αυτόν εδώ τον τόπο. Σήμερα δεν θα είχαμε να αντικρύσωμε άλλους αγώνας, θα είχαμε δημιουργήσει την Ελλάδα τόσο μεγάλη που θα ζούσαν ελεύθερα και ευτυχισμένα όλα τα παιδιά της. Αλλά πάλι καλά που ο θεός της Ελλάδος βοήθησε και ευρεθήκαμε έστω και αργά με το μέρος των νικητών. Πρέπει όμως να ξέρετε ότι όπως σε κάθε εταιρεία μοιράζονται οι συνέταιροι τα κέρδη ανάλογα με τα κεφάλαια που διαθέτει ο καθένας, έτσι και κάθε χώρα που έλαβε μέρος στον πόλεμο αυτό θα πάρη μερίδιο ανάλογο με τη δύναμι που διέθεσε και τας θυσίας που υπέστη. Ημείς , ξέρετε καλά, με την άρνησι του βασιληά να ακολουθήση τις συμβουλές του Βενιζέλου, μπήκαμε και πολύ αργά στη συμμαχία, αλλά και με όχι όλας τας δυνάμεις ηνωμένας που διέθετε η πατρίδα μας. Είνε γνωστό επίσης ότι στο συμβούλιο των συμμάχων που συζητεί αυτή τη στιγμή για το μοίρασμα των κερδών δεν έχομε να παρουσιάσωμε και ανάλογους θυσίας. Ευτυχώς όμως φαίνεται ότι ο θεός της Ελλάδος παρά τα σφάλμα­τα μας δεν μας εγκατέλειπε, αφού σήμερα παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία να συμπληρώσουμε ό,τι παραλείψαμε άλλοτε και να αποκτήσωμε δικαιώματα περισσότερα στας εθνικάς μας διεκδικήσεις. Είνε η εκστρατεία των συμμάχων στη Ρωσσία, εις την οποίαν προσεκλήθη να λάβη μέρος και η Ελλάδα. Από τη συμμετοχή μας στην εκστρατεία αυτή έχομε να ωφεληθούμε πολύ, διότι τα δικαιώματα μας στη Θράκη και στη Μικρά Ασία θα εύρουν μεγάλους υποστηρικτάς. Ο δρόμος μας για τη Θράκη και τη Μικρά Ασία περνά από τη Ρωσσία. Ημείς πρέπει να είμεθα ευτυχείς που μας τυχαίνει αύτη η τιμή να προσφέρουμε τόσες μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα. Νομίζω δε ότι είμεθα περισσότερο ευ­τυχείς γιατί μαζί με τας υπηρεσίας προς την πατρίδα ικανοποιείται και κάποιος προσφιλής εις όλους μας πόθος, να αντικρύσωμε την ξακουσμένη Πόλη με την Αγιά Σοφιά. Θα περάσωμε τα περίφημα Δαρδανέλλια και τα όμορφα στενά του Βοσπόρου, θα πάμε ακόμη πιο πέρα, θα διαβούμε τη Μαύρη θάλασσα για να φθάσωμε στην Οδησσό. Σκεφθήτε πόσο περήφανοι πρέπει να είμαστε που μας έτυχε η τιμή να μεταφέρωμε ημείς την ελληνική σημαία, δοξασμένη στη Ρωσσία, σε μιά τόσο μεγάλη δύναμι, στην προστασία της οποίας πολλές φορές στα περασμένα χρόνια είχαμε καταφύγει. Για όλα αυτά δεν αξίζει να δώση κανείς και τη ζωή του ακόμη;». Έτσι περίπου ωμίλησα στους ευζώνους. Αυτά τα χρόνια είχα απο­κτήσει μεγάλη πείρα, ώστε όταν ωμιλούσα προς τους άνδρας να διακρί­νω από τη φυσιογνωμία των ποιός ήτο ο βαθμός του φρονήματος και του ηθικού των. Στην περίπτωσι αυτή δεν έμεινα καθόλου ευχαριστημένος· διέκρινα ότι όχι μόνον δεν συνεκινήθησαν από τα λόγια μου, αλλά και φανερή ήταν η ψυχρότης και η αδιαφορία των. Επείσθην πλέον ότι έχω να κάμω με σύνταγμα εις το οποίον ποτέ δεν εκαλλιεργήθη το πολεμικόν φρόνημα, ούτε ο πόθος προς τας πολεμικάς περιπετείας και τους κινδύνους. Και όχι μόνον αυτό, αλλά καθώς αργότερα μου το εξεμυστηρεύθησαν οι ίδιοι, συνέβη και κάτι χειρότερον. Την στιγμή που τους ωμιλούσα εξεδηλώθη και κάποια τάσις αποδοκιμα­σίας, γενομένη αντιληπτή μόνον από τους αξιωματικούς και διμοιρίτας και αν δεν υπήρχεν ο φόβος των συνεπειών ίσιος να εξεδηλώνετο και εντονώτερα ιδίως όταν εξεφράσθην δυσμενώς γιά τόν βασιλέα Κωνσταντίνον. Μου έβεβαίωσαν δε επίσης πολύ βραδύτερον καί όταν είχα κατα­κτήσει τάς ψυχάς των, ότι και μίσος άσπονδον έτρεφον εναντίον μου, εκφέροντες καί βαναύσους ύβρεις εις τας ιδιαιτέρας των συζητήσεις. Έλεγον π.χ.: «Μας ήλθε και αυτός ο άτιμος ο Αμυνίτης, ο μαύ­ρος, που θέλει νά μας πάη στου διαβόλου τη μάνα, στη Ρουσσία, δεν ξέρει που άμα ανοίξη το ντουφέκι η πρώτη μας σφαίρα θα είνε δική του». Όλα αυτά βέβαια δεν μου ήσαν καθόλου ευχάριστα και δεν αποκρύ­πτω ότι μου είχαν επηρεάσει κάπως ψυχικώς, διότι ευρέθηκα εν μέσω ενός συντάγματος εχθρικώς προσκειμένου προς το πρόσωπον μου και μά­λιστα εις στιγμάς που ωδηγείτο προς δράσιν και δεν υπήρχε καθόλου χρόνος προς φρονηματισμόν. Αλλά δεν απογοητεύθηκα· είχα πεποίθησιν ότι αν δεν κατώρθωσα να επιτύχω με τα λόγια τον σκοπόν μου θα τον επιτύχω δια του παραδείγματος και των έργων, όταν θα δοθή προς τούτο η ευκαιρία. Καί πράγματι μετά τινας ημέρας όταν το σύνταγμα ευρέθη εις τας ουκρανικάς στέπας εν μέσω πολεμικών αγώνων και κινδύνων, επετεύχθη εντός μιας ημέρας, ως θα ίδωμεν εις τα επόμενα, το μεγαλύτερον μέρος του επιδιωκομένου σκοπού, δηλαδή η απόκτησις της εμπιστοσύνης των ανδρών προς τον διοικητήν τους... Το σύνταγμα την επομένην επεβιβάζετο επί του μεγαλοπρεπούς επιβατικού ρωσσικού ατμοπλοίου Αυτοκράτωρ Νικόλαος το οποίον έπλεε προς τα Δαρδανέλλια υπό ωραίας καιρικάς συνθήκας. Κατά τό ταξείδι επανειλημμένως ανέβηκα στό κατάστρωμα τού πλοίου γιά να έλθουν εις πληρεστέραν επαφήν με τους ευζώνους. Τους εξηγούσα τους σκοπούς της εκστρατείας, τους έλεγα διάφορες ιστορίες, τους εξήγειρα το φρόνημα και προσπαθούσα να τους κάμω να επιθυμούν την περιπέτειαν. Αντελήφθηκα ότι αυτά τους άρεσαν πολύ, διότι όταν μου έβλεπαν να βγαίνω στο κατάστρωμα συνεκεντρώνοντο γύρα μου αυ­θορμήτως και με ερωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Είδα ότι άρχισαν κάπως να με συμπαθούν και προ παντός διότι τους μιλούσα φιλικά και με την ευζωνική τους γλώσσα. Έτσι επεράσαμε τα Δαρδανέλλια, όπου ευρήκα αφορμή να τους μιλήσω για την εκστρατεία του Ξέρξη που πέρασε απ' εκεί για να πάη στην Ελλάδα, πως αργότερα από εκεί επέρασεν ο Μέγας Αλέξανδρος, τους είπα χιουμοριστικά και για την Ηρώ και τον Λέανδρο , και εσυνεχίζετο το ταξίδι στη γαληνεμένη θάλασσα της Προποντίδος. 
 Υποσημειώσεις 
 1. Franchet d' Esperey. 2. Προδοσία Κωνσταντίνου. 3. Ιανουάριον 1919. [Η απόφαση είναι προγενέστερη. Οι σχετικές συζητήσεις «περί ανταλλαγμάτων τα οποία θα εκαρπούτο η Ελλάς αττοστέλλουσα εν Σώμα Στρατού εις Ουκρανίαν» είχαν αρχίζει τό Νοέμβριο 1918 στο Παρίσι. Βλ. Καρακασσώνη, σ.12-13 4.Νίδερ . [Ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ παρέμεινε διοικητής του Α' Σ.Σ. αττό τις 2 Δεκεμβρίου 1918 ως τις 20 Μαΐου 1919.] 5. Κ.Μανέτα [Διοικητής της ΧΙΙΙ Μεραρχίας ήταν ο Υποστράτηγος Ιάκωβος Νεγρεπόντης που στις 21 Μαΐου 1919 θα αντικαταστήση τον υποστράτηγο Κ.Νίδερ επικεφαλής του Α. Σ.Σ......... 6.Το ληστρικό 5ο Ευζωνικό βλ σελ 3. 7. Όνομα;...[«Το κέντρον της όλης. κινήσεως ήτο η XIII μεραρχία και ιδία το 5/42 σύνταγμα ευζώνων, διοικούμενον τότε παρά του αποβιώσαντος συνταγματάρχου Κον­τού...» Γράφει ό Χ. Παπαθανοσόπουλος στις 4.10.1929 στον Γ. Βεντήρη. Γ. Βεν­τήρη, Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα Ι970 , Τόμ. 2, σ. 383.Ο Χ. Π. αναφέ­ρεται στις επαναστατικές αντιβενιζελικές κινήσεις στο στρατό τον Ιανουάριο του 1918.] 8. Μεραρχία Αρχιπελάγους, 6ο Πεζικό Σύνταγμα . 9. Καρύδης και Παπαρρηγόπουλος προδότες.(Πρβ.Γ . Βεντήρη, ο.π σ. 372-376 και 382-384) 10.1918 11. Βασιλικοί αξιωματικοί μαθημένοι να παραδίδονται αμαχητί. 


 πηγή Παύλου Α. Ζάννα, ''NIKOΛAOΣ ΠΛAΣTHPAΣ (Eκστρατεία Ουκρανίας 1919 Kίνημα 6ης Mαρτίου 1933 Aλληλογραφία)'', 
εκδόσεις "Ερμής Εκδοτική"

http://storiacontroversa.blogspot.gr/

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 ζωντανεύουν μέσα από το πολεμικό ημερολόγιο του δεκανέα Κωνσταντίνου Λινάρδου

(Το ημερολόγιο είναι επεξεργασμένο από τον φίλο του ιστολογίου και συνεργάτη Κωνσταντίνο Λινάρδο και παρουσιάζεται σε πρώτη δημοσίευση αποκλειστικά στοhttp://www.istorikathemata.com/)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ιδιαίτερη θέση στην αποτύπωση της ιστορικής πραγματικότητας μιας εποχής κατέχουν τα πολεμικά ημερολόγια, τόσο γιατί σκιαγραφούν την καθημερινότητα του καιρού τους με παραστατικότητα και αμεσότητα, όσο επειδή σε αυτά η υποκειμενικότητα των συγγραφέων τους συνήθως περιορίζεται στην απλή καταγραφή των γεγονότων , χωρίς να υπεισέρχεται σε κριτική ανάλυση των γεγονότων. Την δεκαετία του 1910 ο Κωνσταντίνος Λινάρδος ( δάσκαλος από τα Λουσικά Νομού Αχαίας) κλήθηκε τρεις φορές από την Πατρίδα να την υπηρετήσει και σε όλες τις κλήσεις ανταποκρίθηκε με συνέπεια. Ο ίδιος (και λόγω επαγγέλματος) θεώρησε χρήσιμο να καταγράψει όλα όσα βίωσε σε ένα πολεμικό ημερολόγιο εκατόν ογδόντα δύο σελίδων.

Σε αυτό, το μεγαλύτερο μέρος (εκατόν εβδομήντα σελίδες)  αφορά τα όσα συνέβησαν στην πρώτη επιστράτευση τον Σεπτέμβριο του 1912 και στους μετέπειτα Βαλκανικούς αγώνες , ενώ σε άλλες δέκα σελίδες έχουν καταγραφεί τα όσα έγιναν κατά την επιστράτευση του Σεπτεμβρίου του 1915.
Τέλος δύο σελίδες αφορούν την επιστράτευση του 1918 , στην οποία όμως η κλάση του Παππού αποφασίστηκε να μην μετάσχει στον πόλεμο και γρήγορα αποστρατεύτηκε. Σήμερα έχω την χαρά και την τιμή να παρουσιάσω αποσπάσματα από την πρώτη επιστράτευση του 1912 και τα όσα συνέβησαν κατά τους δύο βαλκανικούς πολέμους. Ο Κωνσταντίνος Λινάρδος μέσα από τον 3ο Λόχο , του 7ου Συντάγματος , της 2ης Μεραρχίας του Στρατηγού Καλλάρη , πολέμησε  διαδοχικά στο Θεσσαλικό μέτωπο, στη Χίο, στο Ηπειρωτικό μέτωπο για να επιστρέψει στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο στη Μακεδονία.

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ

Η επιστράτευση ξεκίνησε από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέσα σε καλό κλίμα χωρίς όμως οι φαντάροι να είναι σίγουροι ότι θα γίνει τελικά πόλεμος. Λόγω έλλειψης χώρου αρκετοί από τους στρατιώτες που ήρθαν στην Αθήνα έμεναν στην ύπαιθρο , ενώ η μετέπειτα μεταφορά τους στα σύνορα , έγινε κυρίως από το Βόλο στον οποίο κατέφθαναν με πλοία μέσω του Ευβοϊκού κόλπου. Την έναρξη του πολέμου την αντιλήφθησαν το πρωί της 6ης Οκτωβρίου ακούγοντας πυροβολισμούς άνωθεν του Τυρνάβου, ενώ λίγο μετά τους ανέγνωσαν την διαταγή του διαδόχου και αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου. Αμέσως ξεκίνησαν πορεία για τα σύνορα στα οποία όταν έφθασαν είδαν ότι ο εκεί τουρκικός σταθμός καιγόταν. Η πρώτη μάχη στην οποία έλαβαν μέρος ήταν της Ελασσόνας την οποία ουσιαστικά υπερασπίζονταν οι προφυλακές της στρατιάς Σαρανταπόρου. Η μάχη έληξε εντός της ημέρας με την υποχώρηση των Τούρκων και την  απελευθέρωση της πόλης, γεγονός που δημιούργησε ενθουσιασμό, όμως δεν έλειπαν και τα ευτράπελα αφού για τους περισσότερους ήταν η πρώτη μάχη της ζωής τους.

Ένα από αυτά ήταν ότι οι φρουροί λόγω της απειρίας τους κάθε κίνηση που αντιλαμβάνονταν την θεωρούσαν απειλή φωνάζοντας συνεχώς στα όπλα … με αποτέλεσμα  το βράδυ ο ύπνος να είναι πολλάκις διακεκομμένος … Μετά την Ελασσόνα ακολουθούσε το Σαραντάπορο, του οποίου οι αμυντικές εγκαταστάσεις μαζί με τα φρουριακά κανόνια δημιουργούσαν προβληματισμό στους φαντάρους , ενώ υπήρχαν παράπονα για το ελληνικό πυροβολικό που δεν ερχόταν εγκαίρως:
<< H ανάπτυξις εις μάχην εγένετο μετά την διάβασιν των δύο ξύλινων γεφυρών των παραποτάμων του Ξηριά. Μόλις διέβημεν τον χείμαρρον εδέχθημεν τας πρώτας οβίδας . Το Τάγμα μας εβάδιζεν αριστερά του χειμάρρου του κατερχομένου εκ των στενών , αριστερά το δεύτερον και αριστερόθεν τούτου το τρίτον προς το χωριό Γλύκοβον συνδεθέν με το 12ο Σύνταγμα της 3ης Μεραρχίας. Δεξιά μας το 1ο Σύνταγμα συνδεόμενον με την 1η Μεραρχίαν. Μας εθέρισαν κυριολεκτικώς αι οβίδες κυρίως το 1ο Σύνταγμα το οποίον εβάδιζεν παρά την οδόν εις μέρος τελείως γυμνόν . Ενώ ημείς προεκαλυπτόμεθα λόγω των ανωμαλιών του εδάφους , αυτοί ακάλυπτοι διαρκώς επροχώρουν. Μετά φρίκης εβλέπομεν οβίδας εκσπώσας εις το μέσον των διμοιριών , καθ’ όσον μη φθάσαντες ακόμη εις βολήν πεζικού εβαδίσαμεν διμοιρίαι κατά τετράδας εις παράταξιν. Βλασφημίαι κατά του πυροβολικού , διότι ενώ το εχθρικόν μας εθέρισε το ιδικόν μας ούτε εφαίνετο , με αιτία τούτου την πρόωρη έναρξη της μάχης >>. 
Τελικά όμως τα ελληνικό πυροβολικό βρήκε τις θέσεις του γεγονός που βοήθησε την προέλαση του ελληνικού στρατεύματος …
<<  Περί την 3ην τρίτην απογευματινήν αφού το πυροβολικόν μας ήλλαξε τέσσαρες θέσεις , ακούομεν πυροβολαρχίαν μας  όπισθεν μας βάλλουσαν δια πυκνών ομοβροντιών. Κυριολεκτικώς εσίγησαν τα τουρκικά >>. 
Μέχρι το βράδυ ο ελληνικός στρατός είχε προχωρήσει αρκετά , γεγονός που σε συνδυασμό με τις κυκλωτικές κινήσεις , ανάγκασε τον τουρκικό στρατό να αποχωρήσει κρυφά μέσα στη νύκτα…
<< Μόλις περί την χαραυγήν εσηκώθημεν συνετάχθημεν απεσύρθημεν εις το χείλος της ρεματιάς αναλογιζόμενοι τι θα εγένετο την ημέραν εκείνην. Αλλά μόλις εφώτισεν , όχι μόνον πυροβολισμούς δεν ηκούομεν αλλά και το 1ο Σύνταγμα εβλέπομεν να προχωρά προς τον λόφον όπου το τούρκικον πυροβολικόν. Εννοήσαμεν ότι είχον φύγει  >>.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επόμενη πόλη που κατελήφθη ήταν τα Σέρβια , όπου φτάνοντας υπήρχαν ακόμη Χοντζάδες που πυροβολούσαν μέσα από οικίες , με αποτέλεσμα να δοθεί εντολή από τον διάδοχο για κάψιμο της τουρκικής συνοικίας. Στο δρόμο για Κοζάνη οι φαντάροι αντιμετώπιζαν προβλήματα τροφοδοσίας, αλλά και έλλειψη ύδατος αφού οι Τούρκοι φεύγοντας είχαν μολύνει τα ύδατα αλλά και το υδραγωγείο της περιοχής. Έτσι ο κόσμος έπινε νερό από εκεί που έπιναν τα ζώα, ενώ δεν αποφεύχθηκαν και περιπτώσεις πλιάτσικου. Ακολούθησε η προέλαση σε Καστανιά και Βέροια μια πλούσια πόλη με πολύ νερό, καθαρά ελληνική, όπου ο κόσμος τους δέχτηκε με ενθουσιασμό , ενώ οι φαντάροι κατάφεραν για πρώτη φορά να πλυθούν οι ίδιοι και τα ρούχα τους … Φεύγοντας , οι κάτοικοι τους έραιναν με άνθη , κάνοντας τους εντύπωση ότι στα χωριά της περιοχής οι κάτοικοι κάθε χωριού ήταν μιας εθνότητας και όχι ανακατεμένοι, ενώ η πειθαρχία του στρατεύματος δεν ήταν πάντα άψογη…
Μια νύχτα που ήταν προφυλακή και παρά την εντολή να μην ανάβονται φωτιές , ορισμένοι που είχαν κάνει πλιάτσικο ζώων άναψαν για να τα μαγειρέψουν…

Η επόμενη μάχη ήταν των Γιαννιτσών, όπου η υπεροχή του ελληνικού πυροβολικού έπαιξε πάλι καθοριστικό ρόλο για την κατάληψη της πόλης,  όμως  λόγω του ελώδους εδάφους τα προβλήματα κρυολογημάτων ήταν στην ημερησία διάταξη .
<< Πριν φωτίσει παρετάχθημεν εις τάξην μάχης , έξωθεν του χωρίου και επέσαμεν κάτω εις τα χόρτα διότι είμεθα τελείως εκτεθειμένοι. Το έδαφος βρεγμένο ημείς βρεγμένοι , χιόνια στα βουνά , έκαμνε τόσο κρύο , ώστε δεν υπεφέραμεν ,ούτε το όπλον δεν ηδυνάμεθα να βαστήξωμεν. Πριν φωτίσει είχεν αρχίσει η μάχη. Δεξιά μας ήτο το πυροβολικόν το οποίο έβαλε . Εν εχθρικό πυροβολείον από την μάνδραν των στρατώνων της πόλεως έβαλε κατά του ιδικού μας και όλαι αι οβίδαι ήρχοντο επάνω μας. Εις την περίστασιν αυτήν εκάναμεν χρήση του γυλοιού σχηματίσαντες την χελώνην. Έπειτα από ολίγη ώρα το εύστοχο πυρ του προς τα δεξιά μας πυροβολικού εσίγησεν το εχθρικόν. Τα έμπροσθεν μας σώματα διαρκώς επροχώρουν. Βλέπομεν αίφνης πυκνόν καπνόν εξερχόμενον της πόλεως , υποχώρησις , υποχώρησις φωνάζουν όλοι. Αμέσως τροχάδην διέβημεν τους έμπροσθεν μας λόφους και κοιλάδας και εφθάσαμεν εις τον 500 μέτρα έναντι της πόλεως λόφον >>.
Και η τελική επίθεση …
<< Εδόθη τέλος το σημείον της εφόδου και όλαι αι φάλαγγες κατά τετράδας εφαίνοντο προχωρούσαι. Έξοχον θέαμα . Ορμήσαμε αφήσαντες οπίσω το 9ο Σύνταγμα. Οι στρατιώται εδείλιασαν , αλλά ενθαρρυθέντες από τας φωνάς των αξιωματικών τροχάδην επροχωρούσαμεν με εφ’ όπλου λόγχη. Συναντώμεν το πρώτον εγκαταλειφθέν εχθρικόν πυροβόλον. Αναβαίνει ο λοχαγός Μπήτρος επ’ αυτού , εξάγει εκ του κόλπου του μικράν σημαίαν , όλοι ζητωκραυγάζουν και σπεύδομε προς την πόλην. Προσέχομεν εις τα παράθυρα , δεχόμενοι αραιούς πυροβολισμούς , συλλαμβάνομεν τους εναπομείναντας εις τας οικίας και οδούς στρατιώτας και φθάνομεν προ του Νοσοκομείου εις τα παράθυρα του οποίου είχον οι τραυματίαι πετσέτας λευκάς. Αμέσως πρώτη δουλειά σπάσιμο οι πόρτες και λεηλασία των εις το κέντρον καταστημάτων . Ιδίως έφοδος έγινε εις τα ζαχαρωτά , προς κορεσμόν της πείνας μας. Και το μεν άλλο Σύνταγμα ετέθη εις καταδίωξιν του εχθρού , ο λόχος μας όμως έμεινε ως φρουρά του Νοσοκομείου και των αιχμαλώτων >>.
Επόμενος προορισμός η Θεσσαλονίκη , ενώ στο δρόμο προς αυτήν συνάντησαν και Σέρβους αξιωματικούς που τους επευφημούσαν, ενδεικτικό της καλής γνώμης που είχαν για εκείνους.
Ως γνωστό η 2η Μεραρχία του Καλλάρη είχε εντολή να μεταβεί  βόρεια της πόλης αρχικά για να εμποδιστεί κάθε σκέψη για ενίσχυση ή οπισθοχώρηση των Τούρκων και στη συνέχεια για να αντιμετωπιστούν οι κουτοπονηριές των Βουλγάρων. Για το λόγο αυτό δεν έλαβε μέρος στις μάχες και την παράδοση της πόλης την έμαθαν τα ξημερώματα της 27ης Οκτωβρίου την οποία υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Τις επόμενες ημέρες πάντως είχανε την ευκαιρία να μπούνε στην πόλη της Θες/νίκης ως φρουρά στο Γεντί Κουλέ , βρίσκοντας παράλληλα την ευκαιρία να ξεψειριστούν, να ξυριστούν, να μπαλώσουν τις τρύπες στα παπούτσια αλλά και να πλύνουν τα ρούχα μέσα σε τενεκέδες με βραστό νερό. Μέσα στη πόλη λόγω της χαώδους κατάστασης υπήρχε πολύ βρωμιά παντού , ενώ τα προβλήματα δυσεντερίας ήταν πάντα στο πρόγραμμα …

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ


Στις 8 Νοεμβρίου δίνεται εντολή για μετάβαση στη Χίο , στη διαδρομή περάσανε από την Μυτιλήνη , όπου έκανε εντύπωση η ελληνικότητα της πόλης και στις 11 του μήνα φτάσανε στη Χίο , την οποία βλέπανε από μακριά αφού ακόμη ήτανε τουρκική . Στη  πόλη της Χίου θα μεταβεί αρχικά απόσπασμα για να ζητήσει την αναίμακτη παράδοση του νησιού , όμως ο Τούρκος Καϊμακάμης (διοικητής) θα αρνηθεί , λέγοντας ότι αρνείται την άνευ πολέμου παράδοση σε αυτούς που ήρθαν με κάτι παλιοκάραβα να φορτώσουν πορτοκάλια… Μετά την απάντηση αυτή τα μεν πλοία έπλευσαν προς το ακρωτήρι Κοντάρι , Νότια της πόλης , ενώ άρχισε η αποβίβαση των πεζοναυτών.  Οι Τούρκοι είχαν την πρόθεση να αντισταθούν όμως γρήγορα τα κανόνια των  …παλιοκάραβων τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στο εσωτερικό …
<< Οι Τούρκοι κεκρυμμένοι εις χαρακώματα πλησίον της παραλίας και επί του υψώματος επυροβόλουν αλλά το πυκνό πυρ των πλοίων τους διεσκόρπισεν αμέσως φεύγοντας προτροπάδην προς το όρος >>.

Αμέσως ξεκίνησε η αποβίβαση του στρατού με πρώτο μέλημα το στήσιμο προφυλακών  πέριξ της πόλης και ο εξονυχιστικός έλεγχος για ανεύρεση Τούρκων στρατιωτών. Το πρωί της επόμενης ημέρας έγινε η επίσημη είσοδος στην ελεύθερη πλέον πόλη της Χίου. Ας δούμε τι γράφει για την υποδοχή :
<< Την πρωίαν συνταχθέντες κατά τετράδας εβαδίζομεν δια της παραλίας εις την πόλιν . Μόλις επλησιάσαμεν εξεχύθη όλη η πόλις .Ο ενθουσιασμός των κατοίκων απερίγραπτος . Όστις δεν είδε ιδίοις όμμασι τοιούτου είδους σκηνάς δεν δύναται να φαντασθεί το μεγαλείον των. Όλοι έκλαιον εκ χαράς , μας έρραινον με δάφνας , σμύρτα ,κουφέτα μας εφίλουν σταυροκοπούμενοι και λέγοντες ο Χριστός Ανέστη. Υπό τας ζητωκραυγάς του πλήθους εφτάσαμεν εις την πλατείαν >>.
Μετά την τακτοποίηση του στρατού , αρχίζει η προέλαση προς το εσωτερικό και το κυνήγι του εχθρού του οποίου η αντίσταση ενισχυμένη και με πυροβόλα είναι ισχυρή ,  όμως πάλι χάρις την βοήθεια των κανονιών των πλοίων υπήρξε προώθηση . Το ναυτικό έπαιζε το ποιο βασικό ρόλο αφού συν τοις άλλοις έπιασε και ένα πλοίο που έφερνε 500 Άραβες για ενίσχυση, ενώ η αγάπη και η φροντίδα του κόσμου αναπλήρωνε τις ελλείψεις. Ο Έλληνας Συνταγματάρχης εκνευρισμένος από την Τουρκική αντίσταση τα είχε με τον Τούρκο Καϊμακάμη λέγοντας :
<< τον κερατά τον Καϊμακάμη θα τον βάλω στον απόπατο ! >>.
Στο σημείο εκείνο αναφέρει και το πώς σκότωσε τρεις Τούρκους από κοντά όταν αυτοί υποχωρούσαν και έπεσαν πάνω στο τμήμα του που ήταν προφυλακή και ερχόταν από την αντίθετη πλευρά …
<< Οι ελθόντες εις την ράχιν εχθροί , μόλις επυροβολήθησαν έστρεψαν προς το μέρος μας και οχυρωθέντες όπισθεν βράχου μας έδωσαν τα νώτα. Η διμοιρία μας άνωθεν δεν έβλεπεν αυτούς αλλά μόνον εμείς οι έξι σκοποί. Με τους πρώτους όμως πυροβολισμούς εστράφησαν ψυχραιμότατα εναντίον μας. Μετά δύο πυροβολισμούς επληγώθη ελαφρώς ο σύντροφος μου. Μη δυνάμενοι οπόθε ήλθον να οπισθοχωρήσωσιν , ώρμησαν επάνω μας. Τρεις ήρχοντο εναντίον μου και τους τρεις εφόνευσα …>>.
Τις επόμενες ημέρες , με ποιο αργούς όμως ρυθμούς συνεχίζεται η προώθηση , ενώ
σε μια επίθεση στο Λιθί , 100 Κρήτες καταφέρνουν να συλλάβουν 15 Τούρκους στρατιώτες :
<< Διότι όμως εφονεύθησαν δύο εξ αυτών και επληγώθη ο καπετάνιος των , τους έσφαξαν όλους , έβαλαν τα κεφάλια τους εις ένα σάκκον και τα έστειλαν εις τον Διοικητήν εις την πόλιν >>.
Στις 21 Νοεμβρίου γίνεται γνωστή η ανακωχή και παρότι η Ελλάδα δεν την έχει υπογράψει, δίνεται εντολή να παύσουν οι επιχειρήσεις. Έτσι όλες τις επόμενες ημέρες υπάρχει μια  γενική χαλάρωση και μόνο κάποιες σποραδικές επιθέσεις των Τούρκων υπενθυμίζουν ότι ο πόλεμος συνεχίζεται. Στις 20 Δεκεμβρίου δίνεται τελικά εντολή για γενική επίθεση που αναγκάζει τους Τούρκους σε άτακτη φυγή . Χαρακτηριστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα :
<<  Το απόγευμα εκ περιεργείας ανέβημεν εις την ράχην και βλέπαμε τους Τούρκους τους οποίους είχαν αποδεκατίσει τα τηλεβόλα της Α’ Μοίρας και των πλοίων και έτρεχαν τήδε κακείσε σαν τα πρόβατα τα οποία διασκορπίζουν οι λύκοι >>.
Την επόμενη ημέρα και ενώ οι λόχοι ήταν παραταγμένοι , ακούγεται σάλπιγγα που σάλπιζε το παύσατε πυρ , και λίγο αργότερα από την μεριά των Τούρκων φαινόταν μια μεγάλη άσπρη σημαία , το νησί γίνεται πλέον εξ’ ολοκλήρου ελληνικό. Οι Τούρκοι παραδίδονται και  κάτω από τις έντονες αποδοκιμασίες του κόσμου μεταφέρονται σε στρατόπεδα.
<< Κατά την άφιξη κατόπιν των αιχμαλώτων πολλοί των οποίων ήταν Χωροφύλακες υπηρετήσαντες πολλά έτη εκεί και δόσαντες πολλάς αφορμάς , επηκολούθησαν πολλοί γιουχαισμοί , φωναί , κατάραι και δια λόγων και ύβρεων οι δυστυχείς Χίοι ανταπέδιδαν την σφαγήν και τον εξανδραποδισμόν της νήσου υπό του Καρά Αλή >>.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Στις 26 Δεκεμβρίου φεύγουν με καράβι για το μέτωπο της Ηπείρου :
<< αποκομίσας ολίγα βάσανα και πολλάς εντυπώσεις >>. 
Όμως λόγω της εξόδου του Χαμιδιέ το ταξίδι γινόταν με προσοχή , κυρίως νύκτα και χωρίς φωτισμό μέχρι την 28η  του μήνα όταν και έφτασε στο Σούνιο. Όταν λίγο μετά έφτασε στο Σαρωνικό , οι εξ Αθηνών στρατιώτες άρχιζαν να φωνάζουν 
<< Δεξιά Καπετάνιε !! >> 
να κατευθυνθεί δηλαδή προς Πειραιά. Όμως το πλοίο συνέχιζε κανονικά την πορεία του… Φτάνοντας στον Ισθμό και καθώς το πλοίο ρυμουλκείται από την μία στην άλλη πλευρά είχαν συρρεύσει και από τις δύο πλευρές της διώρυγας πολλοί Κορίνθιοι , κυρίως γυναίκες που προσπαθούσαν να δούνε τις προσφιλείς τους υπάρξεις τείνοντας τας χείρας προς εναγκαλισμόν…Αρκετές από τις γυναίκες κυρίως μητέρες λιποθυμούσαν από συγκίνηση , ενώ άλλοι πετούσαν πορτοκάλια και άλλα δέματα στο πλοίο…

Προχωρώντας το πλοίο προς Αίγιο και Πάτρα , όλοι οι εξ Αχαΐας καταγόμενοι εφώναζαν τώρα εκείνοι με την σειρά τους
<< Αριστερά Καπετάνιε !! >>. 
Όμως προς λύπη και αυτών το πλοίο συνέχιζε αταλάντευτα την πορεία του… Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έφτασαν στο λιμάνι της Πρέβεζας όπου και αποβιβάστηκαν. Εκεί είδανε ότι όσοι βρίσκονταν από την αρχή στο Ηπειρωτικό μέτωπο ήταν αξύριστοι , ξεσχισμένοι , άγριοι  λόγω και του καιρού … Ενώ ένας αξιωματικός από τους παλιούς εκεί τους έλεγε  :
<< για ιδές τα … Χιωτάκια, μπαρμπούνια είναι από τα χιώτικα μανδαρίνια >>.
Τις επόμενες μέρες η κατάσταση εμφάνιζε πολλές δυσκολίες, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το κάτωθι:
<< Ενυκτώσαμεν . Εστηρίζαμεν τα αντίσκηνα εις ένα τοίχο , εκόψαμεν κλαδιά και ηνάψαμεν ολίγη πυρά . Εσταυρώσαμεν πλέον τας χείρας , βρεγμένοι , νηστικοί , τουρτουρίζοντες και επεριμέναμεν να έβγη η ψυχή. Τόσο απελπίστημεν…>>.
Οι μέρες περνάνε και ουσιαστικά ρίχνουν βολές μόνο τα πυροβόλα , ενώ τα τμήματα εναλλάσσονται σαν προφυλακές μέσα σε δύσκολες συνθήκες και ενίοτε είτε μεταφέρουν προς το μέτωπο τα πυροβόλα και άλλα εφόδια , είτε προσπαθούσαν  να μην αφήνουν να περνάνε τρόφιμα στους πολιορκημένους Τούρκους . Μάλιστα σε μία περίπτωση ελληνικό αντάρτικο σώμα συνέλαβε Αλβανούς  από τα Φιλιατρά που προσπάθησαν να περάσουν στα Γιάννενα αραβόσιτο και αλάτι.  Σε μία από τις περιπτώσεις που η μονάδα του παππού ήταν προφυλακή ,αναφέρει ότι όταν οι τουρκικές οβίδες έσκαγαν κοντά τους , κάποιοι θαρραλέοι τις γιουχάιζαν… ενώ μία χαρακτηριστική αντίδραση ήταν ενός εκ Σαλαμίνος που όταν έσκαγαν οι οβίδες :
 << σκυμμένος έκαμνε τον σταυρό του λέγων : Παναγία βόηθα >>. Μόλις έπαυον ,  ανεσηκώνετο σείων το χέρι απειλητικώς και βλασφημών έλεγε :
<<…Την Παναγία τους οι κερατάδες ,  δεν θα μας αφήσουν ούτε να κατ…>>.
Όλες αυτές τις μέρες ο καιρός είχε δυσκολίες , μάλιστα μερικές φορές από το βάρος του χιονιού έπεφτε το αντίσκηνο…

Επίσης υπήρχαν αρκετά προβλήματα στην τροφοδοσία φαγητού και νερού , έτσι όταν έβρεχε έπαιρναν τις καραβάνες έξω για να μαζέψουνε βρόχινο νερό , ενώ πολλών οι αρβύλες είχαν λιώσει και αυτές που ερχόντουσαν δεν έφταναν για όλους , πάντως σε ώρες αδράνειας ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία για καλό ξεψείρισμα…. Την  Κυριακή των Αποκριών αρκετοί ντυμένοι μασκαράδες έδωσαν κέφι , ενώ έκανε εντύπωση το πέταγμα των ελληνικών αεροπλάνων πάνω από το Μπιζάνι . Λόγω της αδράνειας διαδίδονται μικροψέματα για επιτυχίες προς αναπτέρωση του ηθικού, γιατί υπήρξαν περιπτώσεις λιποταξιών τόσο Ελλήνων όσο και Τούρκων . Κατά τις 17 Φεβρουαρίου αποφασίζεται πλέον η τελική επίθεση εν μέσω πολύ κακού καιρού , κάποιοι λέγανε ότι είναι -8 βαθμούς .
Ο στρατός άρχισε να προχωρά μέσα από απόκρημνες και στενές χαράδρες , βλέποντας κάτω γκρεμισμένα ζώα και εφόδια …
<< Το δειλινό διετάχθημεν να μην σκορπισθώμεν αλλά να είμεθα έτοιμοι προς αναχώρησιν.  Διαταγή κατά την πορείαν επί ποινή τουφεκισμού , απαγορεύεται τσιγάρο και ομιλία. Περί την 9η νυκτερινήν ξεκινήσαμε. Τα βάσανα της νυκτερινής εκείνης πορείας είναι απερίγραπτα. Εβαδίζομεν δι’ οδών δυσβάτων , παγωμένων, βαράθρων , βήμα προς βήμα βλέποντες κάπου εις το αχανές φώτα ή ακούοντες γαυγίσματα κυνών. Περί την 1η μ.μ. εφθάσαμεν εις μικρόν χωρίον εις το μέρος όπου ήσαν αι προφυλακαί. Εμείναμεν μίαν ώραν προς ανάπαυσιν και επέσαμεν ξεροί επάνω εις κοκαλιασμένον έδαφος. Μετά ταύτα επροχωρήσαμεν προς τα κάτω και μετά μαρτύριον 5 ωρών , διέβημεν χείμαρρον του Καλαμά και προεκαλύφθημεν , όπισθεν λόφου τρέμοντες εκ του ψύχους και μη δυνάμενοι να κρατήσωμεν ούτε τα όπλα  >>.
Στις 20 του μήνα άρχισε η γενική επίθεση και η μονάδα του παππού μου κατέλαβε την Τσούκα από την οποία μπορούσαν πλέον να ατενίζουν και τα Γιάννενα.
<< Μόλις εφώτισε , τα τελευταία τμήματα, μεταγωγικά και πυροβολικό εφάνησαν κατερχόμενα όπισθεν ημών. Εκ της Τσούκας και του Αγ. Νικολάου ήρχισεν να τους βάλει το τουρκικό πυροβολικόν. Τότε ζώα , κανόνια , κάσες φυσιγγίων , κιβώτια φαρμάκων , βαλίτσαι αξιωματικών , καζάνια όλα φύρδην μύγδην έφθασαν εις το βάθος. Ευτυχώς ουδέν ζώον έπαθε τι διότι εγλυστρούσαι προς τα κάτω και μάλλον ευκολότερον κατήλθον. Αριστερά ανταρτικά και 1ο Σύνταγμα είχαν αρχίσει μάχην. Δεξιά ο 9ος και 12ος  λόχος μετά αλλαγή ολίγων τουφεκισμών κατέλαβαν τον Αγ. Νικόλαον με τα κανόνια γεμάτα και εστραμμένα προς την Μανωλιάσα. Εστήθη άνωθεν η μία πυροβολαρχία και υπεβοηθούσε την προέλαση του 1ου Συντάγματος . Ημείς επειδή εβαλλόμεθα ακόμη υπό του Αγ. Νικολάου επροχωρούσαμεν δια της χαράδρας , μόλις όμως ανέβημεν εις μικρά υψώματα, βλέπομεν το 1ο Σύνταγμα εις την κορυφήν της Τσούκας τα κανόνια μας μη βάλλοντα πλέον αφού είχε καταληφθεί ο Αγ. Νικόλαος. Οι Τούρκοι μη έχοντες όρεξη δια μάχη έφυγον για τα Γιάννινα. Επροχωρήσαμεν τότε εις τάξη μάχης και μετά μίαν ώραν είμεθα εις Τσούκα…>>.
Και η τελική έφοδος :
<< Εμείναμε εις τάξιν διμοιρίαι κατά τετράδας εις παράταξιν και εθεώμεθα την εις το δεξιόν διεξαγομένην μάχην. Εις λόχος του 1ου Συντάγματος με τον λοχαγόν Σαγιάν επροχώρησε πολύ προς την πεδιάδα , έσωσαν όμως τα φυσίγγια και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν , αφήσαντες τους τραυματίας των τους οποίους εύρεν ο προελάσας κατόπιν 2ος λόχος σφαγμένους…
Ούτε οι αξιωματικοί δεν εγνώριζον τι εγένετο διότι τους ενόμισαν δια Τούρκους. Μετ’ ολίγον εφάνησαν οι Τούρκοι προχωρούντες εις αραιάν τάξιν. Παρετάχθημεν όλοι οι λόχοι φοβούμενοι αντεπίθεσιν . Προς στιγμήν τα εχάσαμεν , διότι εβλέπαμεν και τους αξιωματικούς τεταραγμένους , το Μπιζάνι απέναντι μας και εφοβήθημεν κύκλωσιν. Ο Συνταγματάρχης εζητούσε τον οπτικόν τηλέγραφον και μια ορεινή πυροβολαρχίαν. Μετ’ ολίγον ο τηλέγραφος μας ανήγγειλε ότι η Μανωλιάσα έπεσε και η 4η Μεραρχία προήλαυνεν. Ο δε λοχαγός Πετιμεζάς στήσας δύο κανόνια εκτυπούσε ένα καταυλισμόν εις την πεδιάδα. Πρώτη οβίς επιτυχή, δευτέρα κλπ. επετούσε τας σκηνάς εις τον αέρα και οι Τούρκοι τροχάδην σαν λαγοί εξερχόμενοι των σκηνών έφευγον προς το Μπιζάνι.
Δεν παρήλθεν ώρα , ότε βλέπομεν φάλαγγας της 4ης Μεραρχίας να βαδίζουν κάτωθι δεξιά μας δια της πεδιάδος προς τη διεύθυνση της πόλεως. Κατέβημεν κάτω εις το χωριό Κοσμηρά . Δύο λόχοι προήλασαν και τη βοηθεία του πυροβολικού μας έφθασαν μία ώρα έξωθεν της πόλεως εις θέσιν Δουρούτι, ενθά έστησαν προφυλακάς.
Ημείς στρώσαμεν άφθονα χόρτα εκοιμήθημεν κατάκοποι εκ των ταλαιπωριών τριών ημερονυκτίων. Κατά τας 5 , κρότοι συγκλονίζοντες την γην μας αφύπνισαν . Ωραίον το θέαμα χιλιάδων οβίδων , αίτινες εξερηγνύοντο επάνω εις το Μπιζάνι.
Τέλος περί την χαραυγήν κρότος και φλοξ ουρανομήκης , εκ της ανατινάξεως της πυριτιδαποθήκης εσήμανον το τέλος της τριμηνιαίου γιγαντομαχίας.
Ήτο ο τελευταίος επιθανάτιος ρόγχος του εκπνέοντος θηρίου.
Τα Γιάννινα είχαν παραδοθεί , το πρωτόκολον είχε υπογραφή και πυροβολισμός ουδείς ηκούετο >>.
Έτσι ορισμένοι βρήκαν την ευκαιρία και  έλεγον :
<< Ξύπνα καυμένε Αλή Πασά και βάλε το φακιόλι , να δης τους Αρβανίτες σου που σκλαβωθήκαν όλοι >>.

Σε αντίθεση με την Θεσσαλονίκη , στα Γιάννενα η μονάδα του παππού μπήκε από τις πρώτες στη πόλη αναφέροντας :
<<  Κατά τας 2 διετάχθη το Σύνταγμα μας να βαδίση προς την πόλιν. Ούτω μετά την είσοδον του ιππικού, πρώτοι ημείς είχομεν το ευτήχημα να δοκιμάσωμεν την συγκίνηση των μετά 500 έτη απελευθερωμένων. Υπό τας ζητωκραυγάς, τα δάκρυα και τον ενθουσιασμόν των Ελλήνων εβαδίσαμεν δια της κεντρικής οδού προς την πλατείαν των στρατώνων . Τοιαύται στιγμαί είνε ανώτεραι περιγραφής . Τούτο μόνο να έβλεπε κανείς. Έξωθεν του διοικητηρίου τα φέσια σχισμένα απετέλουν στίβον… >>.
Στη συνέχεια υπήρξε μέλημα για την συγκέντρωση των Τούρκων αιχμαλώτων η κατάσταση των οποίων ήταν οικτρά, δείχνοντας ότι αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων.
<< Οικτρό θέαμα . Φάσματα εκ της πείνας δεν ηδύνατο κανείς να σταθεί όρθιος . Έπιπταν κάτω λέγοντες αμάν σου (αμάν νερό). Του έρριπτες λίγο νερό εις το στόμα με το παγούρι και ανέζη .
Έφτασαν ξένοι ανταποκριταί, στρατιωτικοί ακόλουθοι , κυρίαις , οι πρίγκηπες και όλοι εμοίραζαν σε αυτούς διάφορα εδώδιμα. Τους συνοδεύσαμεν κατόπιν εις την λίμνην να πάρουν ύδωρ. Εις το άκρον της λίμνης άλογα θνησιμαία , αίματα , ακαθαρσίαι και αυτοί έπινον από τον βόρβορον αυτόν ως ζώα με το στόμα. Ασθενείς μη δυνάμενοι να κινηθώσιν θα είχον 3 ημέρας χωρίς ύδωρ. Αν κανείς παρέμενε, τον ήρπαζον τα παιδάκια και τον έφερον σύρνοντα με ενθουσιασμό, ότι μας προσέφεραν υπηρεσίαν λέγοντα: αυτός σας έφυγε και τον πιάσαμε >>.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ

Αφού έμειναν μερικές μέρες στα Γιάννενα στη συνέχεια ανηφόριζαν για βορειότερα , όπου πτώματα Τούρκων μαζί με άλογα κείτονταν άταφα  κατά την φυγή τους …
<< Καθ’ οδόν δεξιά και αριστερά καθ’ όλην τη πορεία πτώματα Τούρκων, ήσαν των υποχωρούντων , ους οι χωρικοί μη δυναμένους εκ της πείνας να προχωρήσωσιν αποτελείωναν … >>.
Η πορεία ήταν συνεχής προς Κακαβιά , Δέλβινο και άλλες περιοχές της Β. Ηπείρου όπου το ελληνικό στοιχείο τους καλοδεχόταν, ενώ  εντύπωση έκαναν στον παππού μου και οι γυναίκες της περιοχής τις οποίες χαρακτηρίζει ως καλλονές ... Οι εναπομείναντες Τούρκοι στρατιώτες αλλά και πολλοί Αλβανοί κάτοικοι της περιοχής υποχωρούσαν συνεχώς, έτσι οι στρατιώτες όχι μόνο δεν έδιναν μάχες , αλλά έβρισκαν χιλιάδες εγκαταλελειμμένα αρνιά και πρόβατα , με αποτέλεσμα να γεμίσουν και με το παραπάνω οι κοιλιές… Εκείνες  τις ημέρες πολλοί ήλπιζαν ότι ο πόλεμος θα τελείωνε , όμως από εφημερίδες μάθανε ότι τα πράγματα με τους Βουλγάρους δεν είναι καλά. Αλλά και μετά την δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου , στην αρχή η μονάδα του παππού νόμιζε ότι θα ήταν αυτή που θα πήγαινε στην Αθήνα σαν τιμητικό άγημα και όλοι χαρήκαν, αλλά τελικά θα πηγαίνανε άλλοι , το ελληνικό δαιμόνιο (ο ανθυπολοχαγός Γεωργίου) αμέσως έφτιαξε ποίημα που το τραγούδαγε όλη η μονάδα:

<< Εμείς καλά καθόμαστε κοντά στους Γεωργουτσάδες ,
δίχως έγνοια στο μυαλό , και στη καρδιά μπελάδες ,                                                   
οπότε μια διαταγή για τη βασιλική
κηδεία , στη πρωτεύουσα τρεχάτε βιαστικοί
Γέλοια , γλέντια και χαραίς , το επίσημο γραφτό,
Και καθένας απορεί με το ξαφνικό αυτό.

Την άλλη μέρα φθάσαμε στις δύο στο Δελβίνο
Που κελαδούν οι βάτραχοι και μαύρο έχει φίνο
Κι από την βία την πολλή, που λεν για τη μαμμή
Έκατς η Μεραρχία μας λεχώνα στη στιγμή.
Για τας Αθήνας έφυγε η Τετάρτη Μεραρχία
Και η δική μας έμεινε εις του λουτρού τα κρύα .
Λύπες πόνοι και καημοί . Αχ κ’ βαχ και βογγητό
Και καθένας απορεί πως το πάθαμε αυτό …  >>.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η αναχώρηση για Μακεδονία έγινε στις αρχές Απριλίου με πλοίο, οπότε όταν αυτό έφτασε στον Άραξο , πάλι οι εξ Αχαΐας καταγόμενοι προέτρεπαν να αλλάξει ρότα φωνάζοντας  αυτή τη φορά << δεξιά καπετάνιε !! >> όμως για μια ακόμη φορά ο καπετάνιος τους αγνόησε… Φτάνοντας στον Ισθμό πολλοί λέμβοι είχαν περικυκλώσει το πλοίο και παρά την απαγόρευση επικοινωνίας , πολλοί ρωτούσαν διάφορα για τους οικείους τους, ενώ υπήρχαν πολλά συγκινητικά επεισόδια και λιποθυμίες. Η αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη έγινε στις 10 Απριλίου και από εκεί για Ασβεστοχώρι. Οι μέρες πέρναγαν συνήθως  με γυμνάσια το πρωί και ελεύθερο το απόγευμα. Ενώ αρκετοί που έπαιρναν ημερήσιες άδειες ξεχνούσαν να επιστρέψουν είτε μένοντες στην Θεσσαλονίκη , είτε καταφεύγοντες στα Νοσοκομεία… Όμως οι συμπλοκές στο Παγγαίο με τμήματα του Βουλγαρικού στρατού δημιουργούν ανησυχίες, αφού οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι επίκειται και νέος πόλεμος.

Έτσι  η μονάδα του παππού μετακινείται προς την περιοχή του Λαγκαδά για να φτιάξει φυλάκια στα χωριά Κελεπί και Στεφανιά απέναντι από τις βουλγαρικές προφυλακές. Οι μέρες περνάνε με την δημιουργία οχυρωματικών έργων και προχωμάτων , ενώ εκείνες τις ημέρες ενσωματώθηκε στις μεραρχίες και η κλάση του 1912 καλύπτοντας τα κενά που είχαν. Αρκετοί  Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής ερχόντουσαν και έλεγαν << Ρουμ ασκέρ καλό –Μπουλγκάρ γιοκ , γιαταγάν >>  ευχαριστώντας τους για την συμπεριφορά του στρατού σε αντίθεση με αυτή των Βουλγάρων. Ενώ ορισμένοι  είχαν και την πρώτη επαφή με Βούλγαρους στρατιώτες που έλεγαν ότι ούτε αυτοί ήθελαν τον πόλεμο και να κρεμαστούν οι Βενιζέλος και Γκέσωφ …

Αλλά στο στρατό γίνονταν και μαθήματα ιστορίας, μαθαίνοντας έτσι οι φαντάροι για τον Βασίλειο  Βουλγαροκτόνο , τον Κρούμμο και για αθλιότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων ώστε να εξάπτεται ο πατριωτισμός των στρατιωτών…. Αλλά και προς ξεκούραση των μονάδων, αυτές  εναλλάσσονταν σαν προφυλακές . Στις 17 Ιουνίου εδόθη διαταγή για επιφυλακή. Το απόγευμα άκουσαν πυροβολισμούς στην πόλη της Θεσσαλονίκης που όταν γενικεύθηκαν, αντιλήφθηκαν όλοι ότι ο πόλεμος άρχιζε ξανά. Το σύνταγμα του παππού μου παρέμενε επιφυλακή έξω από την πόλη ενώ παρακολουθούσαν τι γινόταν μέσα σε αυτή. Τελικά το Βουλγαρικό σώμα παραδόθηκε :
<< Κατά την χαραυγήν ηκούσθησαν πάλιν αραιοί πυροβολισμοί και συχνότεραι βόμβαι. Είχον παραδοθεί κατά την νύκτα όλαι οι φρουραί και ανθίσταντο μόνον οι εν τη Εμπορική σχολή μαθηταί ! κομητατζήδες. Τέλος δύο κανονιοβολισμοί εκ του φρουρίου εκρήμνισαν το κτίριον , εισήλθον οι Κρήτες χωροφύλακες και έσφαξαν όλους  , διότι ούτοι είχον φονεύσει  2 χωροφύλακας και 2 στρατιώταις ανθιστάμενοι απεγνωσμένως >>.

Ο Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η  πρώτη μάχη του Κιλκίς είναι η πλέον σκληρή και οδυνηρή για τον ελληνικό στρατό ,αφού τα βουλγαρικά πυροβόλα θέριζαν τους φαντάρους σαν στάχυα, γεγονός που ανάγκασε ορισμένες μονάδες ακόμη και να υποχωρήσουν. Τελικά όμως χάρις την αυτοθυσία πολλών αξιωματικών και στρατιωτών αλλά και την κάλυψη του πυροβολικού , υπήρξε προέλαση :
<< Εις πυροβολισμός ηκούσθη και αμέσως πυρ ομαδόν. Ήρχισε να φωτίζη η ανατολή, ημείς έχοντες όπισθεν μας το φως δεν εβλέπομεν , αυτοί τουναντίον έβλεπον τους κινουμένους ημέτερους όγκους και φυσικά δεν επήγε χαμένο κανένα βλήμα. Με τον πρώτο πυροβολισμό ανεκατεύθημεν έως ότου δε αραιώσουμεν και καταλάβουμε μέρος εις την κορυφή λόφου , όπου ήτο σιταροκαλαμιά , αυτοί έρριψαν 4-5 πυρά ομαδόν και επηδούσαμε σαν κοκορόπουλα.
Αυτή την στιγμή θα είχομεν πλέον του 1/3 της δυνάμεως απωλείας. Ενώ έκαστος προσεπάθη να προκαλυψθεί και επυροβολούμεν εις τον αέρα, έφθασαν οι του τρίτου τάγματος με εφ όπλου λόγχη αλλαλάζοντες και φωνάζοντες εμπρός –εμπρός.
Ανεκατεύθησαν οι λόχοι και οι μεν τολμηρότεροι προυχώρουν οι δε άλλοι επροχώρουν βραδέως πυροβολούντες.
Έπαυσε το πυροβολικόν βάλον , διότι αι οβίδαι έπιπτον επάνω μας. Εστήθησαν τα πολυβόλα και έβαλον δίδοντα θάρρος.
Οι Βούλγαροι των πρώτων χαρακωμάτων πτοηθέντες έφευγον. Μετά ένα τέταρτον όλοι οι λόφοι εγέμισαν στρατόν, ώστε δεν διέκρινε τις ποιοι ήσαν οι δικοί μας και ποίοι εχθροί. Ούτω προελαύνοντες κατελάβομεν το εν μετά το άλλο 7 χαρακώματα φθάσαντες κατόπιν του μεγάλου τετραγώνου χαρακώματος .   
Εκεί πλέον το πυρ του εχθρού θέριζε κυριολεκτικώς και η προέλασις σταμάτησεν >>.

Τότε οι Βούλγαροι βγαίνοντας από τα χαρακώματα επιχειρούν αντεπίθεση, συνεπικουρούμενοι από ιππικό αλλά και ένα αεροπλάνο , όμως η επίθεση τους αποκρούστηκε με αυτοθυσία , προκαλώντας τους μάλιστα μεγάλες απώλειες,  γεγονός που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τα οχυρώματα αλλά και την ίδια την πόλη του Κιλκίς.
<< Φαίνεται ότι ελογάριαζαν να μας ρίξουν στη θάλασσα. Τους υπολογισμούς αυτούς όμως είχε υπόψη το 3ο Σύνταγμα το οποίο τοποθετημένο δεξιά καιροφυλακτούσε επιφέροντας μεγάλη θραύση στον εχθρό . Τρεις φορές όρμησε το βουλγαρικό ιππικό εναντίον τους και τρεις φορές απεκρούσθη. Όσοι δε από αυτούς εξήλθον των χαρακωμάτων ουδείς εσώθη. Εσταμάτησαν λίγο το πυρ προς τον τομέα μας ανεσηκώθημεν και είδομεν το 3ο Σύνταγμα πεζικού προελαύνον προς το τετράγωνο χαράκωμα. Είχε γενικευθή η υποχώρησις και κατά τις 11 , η 4η Μεραρχία ήτο εντός της πόλεως , καπνός δε ανεφαίνετο έως εδώ των πυρπολούμενων οικιών… >>.
Η χαρά για την κατάληψη ήταν μεγάλη , όμως επισκιάστηκε από τις απώλειες που ήταν τρομακτικές.
<<…Κατηρχόμεθα προς τα κάτω , ότε ευρίσκομεν τραυματισμένον βαρέως φύλον μας στρατιώτη Τριανταφύλλου , τον οποίον ετοποθετήσαμεν εντός αντισκήνου και μετά κόπον μιας ώρας τον μετεφέραμεν κάτω εις τον μύλον , όπου υπό των δένδρων ηλλάλαζεν το πλήθος των τραυματιών . Εκατοντάδες πληγωμένοι ηκρωτηριασμένοι επλήρουν με γόους τον αέραν . Ποίον να πρωτοπεριποιηθώσιν οι ολίγοι ιατροί και νοσοκόμοι . Συνετάχθη το Σύνταγμα πλησίον του Σαρίκιοι εις τον ποταμόν και εφαίνετο ο εις λόχος. Λοχίας ήτο διοικητής λόχου , διότι εκ των 44 αξιωματικών 9 εφονεύθησαν και 27 ετραυματίσθησαν …>>.
Τότε και ο στρατιώτης Λινάρδος προήχθη σε Δεκανέα …
στα στενά της Κρέσνας...
Προς επιβεβαίωση των λεγομένων των προηγούμενων Τούρκων και οι εδώ Τούρκοι παρείχαν βοήθειες στο ελληνικό στρατό σαν ανιχνευτές ,στις μεταφορές ζώων κλπ μιλώντας με τα χειρότερα λόγια για τους Βουλγάρους.Πάντως  και από ελληνικής πλευράς δεν απεφεύχθη το πλιάτσικο και ο πυρπολισμός βουλγαρικών οικιών αλλά και οι εκτελέσεις  ατόμων που είτε θεωρούντο πληροφοριοδότες του εχθρού είτε κομιτατζήδες.Μετά την Δοϊράνη από λάθος , ελληνικό πυροβολικό βάραγε Έλληνες και όταν το έμαθαν οι επικεφαλείς αξιωματικοί του πυροβολικού , μόνο που δεν αυτοκτόνησαν. Πηγαίνοντας προς Στρώμνιτσα από τα 78 χωριά της περιοχής μόνο 7 ήταν ελληνικά και ορισμένα ακόμη τουρκικά τα άλλα ήταν βουλγαρικά , έτσι όταν υπήρχε έλλειψη τροφής , παίρνανε άφοβα ότι υπήρχε στα χωριά  αναπληρώνοντας τις ελλείψεις …. Η περαιτέρω προώθηση γινόταν χωρίς μεγάλη βοήθεια από το πυροβολικό , αφενός μεν γιατί αρκετά είχαν βγει εκτός μάχης , αφετέρου επειδή πολλά γεφύρια ήταν χαλασμένα , γεγονός που δυσκόλευε την μεταφορά όσων είχαν απομείνει. Παράλληλα οι συνεχείς πορείες αλλά και το δύσβατο της περιοχής δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα που αυξάνονταν και από την έλλειψη πειθαρχίας ορισμένων…
<< Εβαδίζομεν ή μάλλον εκυλούσαμεν δια μικρών δυσβάτων δρόμων με ένα Τούρκο οδηγό , άλλοτε κατεβαίνοντες 1000 μέτρα και άλλοτε ανεβαίνοντες 500, κατ΄άνδρα διεκόπτετο δε η φάλαγξ , φωναί , αλτ εκοπήκαμεν , Μόλις εγίνετο ωριαία στάσις έπεφτον όλοι ξεροί και εχρειάζοντο κλωτσιές να ξεκινήσουν. Εφώναζον , δεν ήτο δυνατόν να εννοήσουν τέλος ότι δεν έπρεπε να θορυβούν. Πολλά επάθαμεν κατά τους δύο πολέμους , αλλά ως Ρωμαίοι το στόμα δεν το εκλείομεν … >>.
Στο σημείο εκείνο και ενόψει νέων επιθέσεων , έφτασαν και οι κλάσεις του 1913 που ενσωματώνονταν στις μονάδες. Προσεγγίζοντας το Πετρίτσι , έγινε γνωστό ότι εμφανίστηκαν κρούσματα χολέρας. Ο στρατός εφαρμόζοντας εντολές προχωρούσε , έτσι υπήρχε μια σύγχυση , γιατί άλλες μονάδες  έμεναν ποιο πίσω όπως και ο ανεφοδιασμός , έτσι όταν τους έλεγαν μην τρώτε φρούτα για το φόβο της χολέρας αυτοί έλεγαν :
<< Καλλίτερα από χολέρα παρά από πείνα >>. Εκεί έγινε γνωστό ότι μεγαλύτερο πρόβλημα χολέρας είχε και ο βουλγαρικός στρατός.

ΒΑΘΕΙΑ ΣΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ

Επόμενος προορισμός τα παλαιά Βουλγαρικά σύνορα , όμως η διέλευση από τα στενά της Κρέσνας είχε πολλές δυσκολίες. Μία από αυτές ήταν πως θα περνούσαν τα οχήματα με τα ελληνικά πυροβόλα , αφού υπήρχαν κενά και το εχθρικό πυροβολικό που είχε υπολογίσει την απόσταση, ήταν έτοιμο να διαλύσει κάθε απόπειρα μεταφοράς. Τελικά όμως η διέλευση ήταν επιτυχής , γεγονός που έδωσε την δυνατότητα κατάληψης και της Κρέσνας από τον Ελληνικό στρατό.
<< Αι οβίδες του εχθρού είχον σκάψει την οδόν . Ουδείς πυροβολάρχης ετόλμα να πράξη τούτο. Ο Λοχαγός Ηλιάδης ετόλμησε. Το πρώτο όχημα ξεκίνησε. Εδέχθη πλέον των 100 οβίδων , εμπρός, οπίσω, δεξιά, αριστερά, αλλ’ όμως έφθασε και αμέσως στήθηκε βάλλοντας επιτυχώς. Ούτω το εις μετά το άλλο και τα 8 οχήματα της πυροβολαρχίας έφθασαν, πλην ενός του οποίου εφονεύθησαν οι ίπποι και δύο ελάται. Το εύστοχον πυρ του πυροβολικού μας εσίγησεν τα εχθρικά τα οποία την νύκτα εκυριεύθησαν >>. 
Μια πρόσκαιρη ηρεμία έδωσε την δυνατότητα στους φαντάρους να ασχοληθούν με το ψειροκυνήγιον, αλλά και με το μάζεμα φρούτων . Επόμενος σταθμός η Τζουμαγιά , όμως όπως και τις προηγούμενες μέρες κατά την διάρκεια της πορείας  δεν έλειπαν οι δυσκολίες και τα ευτράπελα ιδιαίτερα τη νύχτα.
 << Προπορευόταν ο Τούρκος οδηγός με τον Ταγματάρχη. Ακολουθούσε ο ιπποκόμος  Εγώ εκράτουν την ουρά του ίππου οι άλλοι τρεις σύνδεσμοι κατόπιν και οι λόχοι ο εις τον μανδύαν του άλλου. Σκότος πυκνότατον. Έσβυνε το κερί. Αλτ έχανε ο οδηγός τον δρόμον. Ψάξετε που βλέπετε δρόμο. Εφώναζον όπισθεν , εκοπήκαμε . Αι στου διάουλου ελάτε κουντά , ήταν η απάντησις. Πολλοί έχασαν τα πηλίκια τους , εν οις και ο Ανθυπολοχαγός Διαμπέσης , τα οποία λόγω του σκότους δεν ηδύνατο να ανεύρωσι. Ούτω μετά μαρτυρικήν πορείαν , πίπτοντες , κτυπώντες επί των δένδρων , εξήλθομεν μετά τρεις ώρας του δάσους και περί την 1μμ. Εφτάσαμεν εις ανοικτόν και άδενδρον μέρος >>.
Φτάνοντας στο απώτατο σημείο προέλασης στη Τζουμαγιά , υπήρχαν κενά αλλά και μια έλλειψη αλληλοκάλυψης των τμημάτων αφού άλλα ήταν μπροστά και άλλα πίσω. Ενώ  ορισμένες Μεραρχίες όπως η 4η είχαν και έλλειψη πυρομαχικών. Παράλληλα ο Βουλγαρικός στρατός εκμεταλλευόμενος και την Σερβική αδράνεια , μετέφερε στρατεύματα από το Σερβικό μέτωπο , έχοντας έτσι την δυνατότητα να εξαπολύσει αντεπίθεση , γεγονός που δημιούργησε  αρκετά προβλήματα στον ελληνικό στρατό και ιδιαίτερα στις μεραρχίες 3η και 7η . Μάλιστα σε ένα σημείο ήταν γραμμένο σε ελληνικά << προχωρείτε άτιμοι μέχρις ενός σημείου και θα σας πάμε ασφαλής στην Αθήνα >> το οποίο και εσχολιάζετο ειρωνικώς. Για την Σερβική αδράνεια αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ορισμένες ειδικά Μεραρχίες ο Παππούς είχε την δυνατότητα να ενημερωθεί σε  συνομιλίες που είχε με άλλους φαντάρους μετά την ανακωχή , γράφοντας χαρακτηριστικά :

<<  Περί την 10ην ανεχωρήσαμεν διευθυνόμενοι Β.Δ. Είδομεν Τάκη Παπαδέλον, Σπυρόπουλον , Ανθυπολοχαγούς πυροβολικού των πυροβολαρχιών , αίτινες μετά 12 ημέρας κατώρθωσαν να ανέλθουν την εσπέραν της ανακωχής εις το ύψωμα 1900, μας διηγούντο πολλά και ότι αν κατέφθανον την μεσημβρίαν της 17ης ασφαλώς θα τους πηγαίναμεν στην Σόφιαν.
Ηρωτήσαμεν που είνε οι σύμμαχοι Σέρβοι και μας έδειξαν βουνόν απέχον 25-30 χιλιόμετρα . Τότε εμάθαμεν ότι αυτοί έμενον εις Κιουστενδίλ , ότι ουδένα σύνδεσμον είχον μετά της 3ης , ότι το μέρος μεταξύ αυτών και της 3ης , 20 περίπου χιλιόμετρα είτο κενόν , οπόθεν ο εχθρός κατελθόν προς Μπέροβα περιεκύκλωσε την 3ην ήτις είχε καταλάβει τας κλιτύας του όρους εις την γραμμήν  +++   (στο ημερολόγιο υπάρχει και χάρτης με διάφορες σημειώσεις για τις θέσεις των Μεραρχιών) και ότι ο Βασιλεύς εμέμφθη τους συμμάχους επί ολιγωρία, καθ’ όσον διεδίδετο ότι υπεσχέθησαν εις την Ρωσσίαν να μην προχωρήσωσιν πλέον και οι Βούλγαροι ασφαλείς πλέον μετέφεραν απέναντι μας όλας τας δυνάμεις των.
Εμάθαμεν επίσης ότι η 7η ερχόμενη εις ενίσχυσιν της 6ης εκινδύνευσε να περικυκλωθεί υπό του εχθρού κατερχόμενον εις Νευροκόπι , ότι ηχμαλωτίσθησαν τα μεταγωγικά της όλα και αυτή μετά δεινόν αγώνα ήνοιξε δίοδον προς τα οπίσω, αφού εις βάραθρον εκρήμνισαν κάρρα , αποσκευάς κλπ. και ότι ημείς δεν εφεύγομεν για την Αθήνα , όπως μας έλεγον , αλλ’ ότι μετεβαίνομεν εις το αριστερόν της 3ης >>.
Η 2η Μεραρχία όπως και ο υπόλοιπος στρατός θα αντιμετώπιζε ισχυρές εχθρικές δυνάμεις. Μάλιστα ένας Βούλγαρος αιχμάλωτος αξιωματικός ανέφερε ότι το τάγμα του παππού μου θα είχε απέναντι του ολόκληρη Μεραρχία που είχε έρθει από το Σερβικό μέτωπο. Έτσι η τελευταία μάχη στις 17 Ιουλίου δεν ξεκινούσε με καλούς οιωνούς.
<< Τα Βουλγαρικά πολυβόλα και τηλεβόλα άρχισαν να βάλλουν , φάλαγγες δε μέχρι και από το όρος άρχισαν να κατέρχονται. Οι ημέτεροι ανθίσταντο >>.
Όμως η έλλειψη ενισχύσεων είχε ως συνέπεια να αυξάνει η πίεση με αποτέλεσμα οργανωμένη πάντως υποχώρηση υπό ραγδαία βροχή…
<< Οι Βούλγαροι είχαν επιχειρήσει γενική έφοδο δια σαλπίγγων εξ όλων των σημείων. Επλησίασεν ο εχθρός κυκλωτικώς , ότε οι λόχοι υπεχώρησαν. Τραυματίαι κατέφθανον σωρηδόν λέγοντες όλοι μια φράση , μας έρρεψαν.  Εκτεθειμένα τα πυροβόλα του εχθρού έβαλλον. Τα δικά μας ουδαμού εφαίνοντο. Τα δύο τα οποία είχομεν εστήθησαν αλλά με την πρώτη βολή το εν εβλήθη υπό εχθρικής οβίδας και κατεστράφη, το δε άλλο έχων 70 οβίδας έριχνε από ώρας εις ώραν.
Το 3ο Τάγμα είχε υποστεί αληθή πανωλεθρία , ιδίως υπό του πυροβολικού είχε φονευθεί ο Ταγματάρχης Τσιριγώτης και οι περισσότεροι αξιωματικοί. Χάρις εις την καλή διοίκηση του λοχαγού Φαληρέα τα τμήματα του λόχου μας υπεχώρουν κανονικώς και με ολιγωτέρας απώλειας του 4ου  >>.
Όμως η γενναιότητα των ανδρών αλλά και ο ερχομός ενισχύσεων ανέτρεψε τελικά τα δεδομένα.
<< Ο εχθρός ολονέν προυχώρει. Επεχείρησε κύκλωση. Τότε Ανθυπίατρος αρχηγός μοίρας Νοσοκομείου παρέταξε υπηρέτας ,νοσοκόμους , μεταγωγικούς με γκράδες και όλους τους μετόπισθεν και εσταμάτησε την προέλασιν. Κρίσιμος η θέσις μας από της 12ης έως της 3ηςμμ. Και η υποχώρησις αδύνατος.
Κατέφθασε τέλος πυροβολαρχία ορειβατική , ήτις με τα πρώτας βολάς εσίγησε τα εκτεθειμένα πυροβόλα του εχθρού. Μόλις έπαυσε το εχθρικόν πυροβολικόν ανέλαβον θάρρος οι ημέτεροι και τότες επροξένησαν καταστροφή εις τον εχθρόν  τοιαύτη , ώστε μετά την ανακωχήν η ουδετέρα γραμμή ωρίσθη ο χείμαρρος δ-τ ( σε χάρτη όπου αναλύει την βουλγαρική επίθεση αλλά και την ελληνική αντεπίθεση της τελευταίας μάχης ) >>.
Όπως φαίνεται και από τα γραφόμενα στο ημερολόγιο υπήρξε μεν πρόβλημα και υποχώρηση αλλά όχι και κίνδυνος διάλυσης του στρατού όπως διατείνονται αρκετοί , ενώ ορισμένες Μεραρχίες όπως η 2ηκατάφεραν τελικά να αντεπιτεθούν ανακαταλαμβάνοντας μέρος του χαμένου έδαφος .
Μάλιστα στο ημερολόγιο αναφέρεται και επιστολή του διοικητή της 4ης Μεραρχίας Μοσχόπουλου στην οποία τονίζεται η συνδρομή  που του παρέσχε η 2ης Μεραρχία, γεγονός που έδωσε και στη δική του Μεραρχία την δυνατότητα αντεπίθεσης.
<< Τα δε εμπλεκόμενα τμήματα προσβληθέντα δι’ αντεπιθέσεως κατά πλευρόν και βαλλόμενα δι’ αποτελεσματικού  πυρός πυροβολικού εκ των έμπροσθεν του δεξιού πλευρού και των νώτων αντέσχον ερρωμένως χάρις εις την έγκαιρον επέμβασιν της 2ηςΜεραρχίας , αντεπεξήλθεν νικηφόρως κατά της πλευρικής ταύτης επιθέσεως.
Παρέσχεν ούτω εις την 4ην Μεραρχίαν ευκαιρίαν να εκτοπήση τον εχθρόν εκ σειράς διαδοχικών σημείων φύσεως οχυρωτάτων και τελείως αμυντικώς καταρτισμένων >>.

Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Την επόμενη ημέρα 18 Ιουλίου ανακοινώθηκε η πολυπόθητη ανακωχή , έτσι μέσα σε κλίμα χαράς και αφού ορίστηκε η ουδέτερη ζώνη μεταξύ των δύο πλευρών , πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να πλυθούν στα ποτάμια αλλά και να απαλλαχθούν από πολλές ψείρες που είχαν αυξηθεί επικίνδυνα ...
<< Υπό σχετικόν ήλιον εβγάλαμεν τα υποδήματα μας , έπειτα από δέκα – πείτε ημέρας εξεδύθημεν και ετινάξαμεν το πλήθος των ψειρών , αίτινες ένεκα του ιδρώτος και των βρωμούντων ενδυμάτων μας ανέβαιναν εις τον λαιμόν , όπως τα μυρμήγκια εις το δένδρον… >>.
Τον Αύγουστο όταν έγιναν γνωστά τα νέα ελληνικά σύνορα  υπήρξε υποχώρηση του στρατού προς τα  ελληνικά εδάφη και μαζί έρχονταν οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών (όπως η Στάρσοβα) για να μην μείνουν υπό βουλγαρική διοίκηση , καίγοντας τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Για το στρατό ή έξοδος από τα βουνά στη πεδιάδα φάνηκε σαν η έξοδος από τον Άδη στη γη.
Όμως λόγω των προβλημάτων με την Τουρκία η αποστράτευση δεν ερχόταν , ενώ κάποια τμήματα Ευζώνων στη Θες/νίκη στασίασαν . Ακούγοντας αυτό ορισμένοι Κρητικοί πήραν τα όπλα μεταβαίνοντες στον Μέραρχο ζητώντας και αυτοί απόλυση. Μάλιστα σύμφωνα με τον Παππού μου από την μερική αποδιοργάνωση του στρατού επωφελήθηκαν  οι Τούρκοι που είχαν ανακαταλάβει την Αδριανούπολη και ήθελαν να προχωρήσουν περισσότερο, γεγονός που δημιουργούσε φόβους για τρίτο πόλεμο.
Όμως  παρά την αγωνία όλοι τόνιζαν
<< Πόλεμος και με τα δόντια , παρά να μας ρεζιλεύουν οι παλιότουρκοι >>.
Το γεγονός αυτό ανέβαλε και την αποστράτευση , παρατείνοντας την διαμονή τους σε μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας . Πάντως η  αφθονία τροφίμων αλλά και η προθυμία των κατοίκων έκαναν την διαμονή τους λιγότερο δυσάρεστη.
Τελικά η αγωνία έλαβε τέλος αφού την 1η Νοεμβρίου έφτασε τηλεγράφημα που γνωστοποιούσε την υπογραφή συμφωνίας. Ύστερα από αυτό μπορούσε να ξεκινήσει η γενική αποστράτευση. Έτσι οι μονάδες ξεκίνησαν τον δρόμο της επιστροφής με πρώτο προορισμό την Θεσσαλονίκη . Στη διαδρομή έγιναν μάρτυρες σκληρών εικόνων αφού άγρια ζώα είχαν ξεθάψει τους τάφους των νεκρών Βουλγάρων στρατιωτών…
<< Πριν φθάσωμεν στο Λαχανά εκατέρωθεν της οδού είχον χώση με ολίγον χώμα τους Βουλγάρους νεκρούς , τους οποίους άγρια ζώα είχον ξεχώση και ενεποίουν φρίκην , πτώματα μισολυωμένα , σάρκες εις τα οστά. Πηλίκια των φευγόντων Βουλγάρων , φυσίγγια κλπ σωρηδόν >>.
Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου έφτασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη , αναμένοντας τα πλοία όταν είδαν από μακριά ένα << κουραμπιέ >> στρατιώτη που ήρθε να δει τους δικούς του. Τότε με προτροπή του λοχαγού Φαληρέα όλη η μονάδα άρχιζε να φωνάζει : << ου , ου , κουραμπιέ ! κουραμπιέ ! >>.
Με τον στρατιώτη να θέλει να τον καταπιεί η γη…
 Ο Παππούς με λιτό και γλαφυρό τρόπο εξηγεί τους λόγους της αποδοκιμασίας.
<< Στρατιώτης συ, Στρατιώτης και αυτός. Συ πολεμιστής , γυμνός , πειναλέος , εψωριασμένος , ταλαιπωρημένος και αυτός σιδερωμένος του κουτιού ήλθε με την καρότσα , να μη λερώση τα υποδήματα του …>>.
Οι στρατιώτες αφού αγόρασαν κάποιο ενθύμιο , επιβιβάστηκαν στο πλοίο για Πειραιά. Όταν έφτασαν στο κύριο λιμάνι της χώρας , τα εκεί πλοία αλλά και τα εργοστάσια εσφύριζαν , οι δε άνθρωποι επί των πλοίων είχαν βγάλει τα μαντίλια χαιρετώντας και ζητωκραυγάζοντας.
Στη συνέχεια με πορεία και κάτω από τις ειλικρινείς ζητωκραυγές του κόσμου ανέβηκαν διαμέσου της οδού Πειραιώς στην Ομόνοια και από εκεί διαμέσου της Σταδίου και της Κηφισίας (σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας) κατέληξαν στους στρατώνες.